ἐναριθμέω: Difference between revisions
πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom
(6_23) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐνᾰριθμέω''': καταριθμῶ εἰς ἢ [[μεταξύ]], συναριθμῶ, οὐκ οἰόμενοι [[δεῖν]] τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 7, 1· ἔτι παρὰ τὸ μὴ ἐναριθμουμένου τοῦ ἐν ἀρχῇ τὸ ἐν ἀρχῇ λαμβάνειν Σοφ. Ἔλεγχ. 8, 4. ΙΙ. [[λογαριάζω]], θεωρῶ, ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Σοφ. Ο. Τ. 1188, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: ― Μέσ., ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, εἰ τοὐμὸν [[ἔχθος]] ἐναριθμεῖ, «ἐναριθμεῖ δὲ ἀντὶ τοῦ φροντίζεις καὶ ἐν φροντίδι ἔχεις» ἢ «ἐν ἀριθμῷ τάττεις, ἀξιοῖς λόγου» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρεστ. 623. | |lstext='''ἐνᾰριθμέω''': καταριθμῶ εἰς ἢ [[μεταξύ]], συναριθμῶ, οὐκ οἰόμενοι [[δεῖν]] τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 7, 1· ἔτι παρὰ τὸ μὴ ἐναριθμουμένου τοῦ ἐν ἀρχῇ τὸ ἐν ἀρχῇ λαμβάνειν Σοφ. Ἔλεγχ. 8, 4. ΙΙ. [[λογαριάζω]], θεωρῶ, ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Σοφ. Ο. Τ. 1188, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb: ― Μέσ., ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, εἰ τοὐμὸν [[ἔχθος]] ἐναριθμεῖ, «ἐναριθμεῖ δὲ ἀντὶ τοῦ φροντίζεις καὶ ἐν φροντίδι ἔχεις» ἢ «ἐν ἀριθμῷ τάττεις, ἀξιοῖς λόγου» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρεστ. 623. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />compter : μηδέν SOPH pour rien.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ἀριθμέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A reckon in or among, in Pass., Arist.SE170a8, MM 1204a23, Luc.Eun.8. II account, ἴσα καὶ τὸ μηδέν as nothing, S. OT1188 (lyr.):—Med., = ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, make account of, value, E.Or.623.
German (Pape)
[Seite 829] dazu, darunterzählen, rechnen; ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Soph. O. R. 1188; τισί, unter, Luc. – Auch med., εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμεῖ, Eur. Or. 615, in Anschlag bringst, achtest.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰριθμέω: καταριθμῶ εἰς ἢ μεταξύ, συναριθμῶ, οὐκ οἰόμενοι δεῖν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῖσθαι τοῖς ἀγαθοῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Μεγ. 2. 7, 1· ἔτι παρὰ τὸ μὴ ἐναριθμουμένου τοῦ ἐν ἀρχῇ τὸ ἐν ἀρχῇ λαμβάνειν Σοφ. Ἔλεγχ. 8, 4. ΙΙ. λογαριάζω, θεωρῶ, ἰὼ γενεαὶ βροτῶν, ὡς ὑμᾶς ἴσα καὶ τὸ μηδὲν ζώσας ἐναριθμῶ Σοφ. Ο. Τ. 1188, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― Μέσ., ἐν ἀριθμῷ ποιεῖσθαι, εἰ τοὐμὸν ἔχθος ἐναριθμεῖ, «ἐναριθμεῖ δὲ ἀντὶ τοῦ φροντίζεις καὶ ἐν φροντίδι ἔχεις» ἢ «ἐν ἀριθμῷ τάττεις, ἀξιοῖς λόγου» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρεστ. 623.