ἐναίσιμος: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐναίσιμος''': -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· [[οὐδέ]] τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· [[καθόλου]], [[αἴσιος]], [[εὐνοϊκός]], [[εὐμενής]], προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δίκαιος]], τὶς γάρ κεν [[ἀνήρ]], ὃς [[ἐναίσιμος]] εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ [[νόος]] ἐστὶν [[ἐναίσιμος]] Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· [[γῆρας]] γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων, [[πρέπων]], ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.
|lstext='''ἐναίσιμος''': -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· [[οὐδέ]] τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες [[αὐτόθι]] 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., [[πρόσφορος]], [[ἁρμόδιος]], [[ἐπιτήδειος]], Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· [[καθόλου]], [[αἴσιος]], [[εὐνοϊκός]], [[εὐμενής]], προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, [[δίκαιος]], τὶς γάρ κεν [[ἀνήρ]], ὃς [[ἐναίσιμος]] εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ [[νόος]] ἐστὶν [[ἐναίσιμος]] Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· [[γῆρας]] γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[κατάλληλος]], ἁρμόζων, [[πρέπων]], ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, [[πρεπόντως]], [[προσηκόντως]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui annonce l’avenir;<br /><b>2</b> de bon augure ; favorable, opportun ; <i>adv.</i> • ἐναίσιμον IL à propos;<br /><b>3</b> convenable, juste, honnête ; <i>en gén.</i> convenable, approprié.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[αἶσα]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναίσιμος Medium diacritics: ἐναίσιμος Low diacritics: εναίσιμος Capitals: ΕΝΑΙΣΙΜΟΣ
Transliteration A: enaísimos Transliteration B: enaisimos Transliteration C: enaisimos Beta Code: e)nai/simos

English (LSJ)

ον, (αἶσα) Ep. Adj. (rare in Trag.)

   A ominous, fateful, οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον (as Adv.) Il.6.519; ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι Od.2.159; οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι [ὄρνιθες] ib.182; esp. in good sense, seasonable, of omens, ἐ. σήματα φαίνων Il.2.353: generally, favourable, boding good, λιγνὺν ἐναίσιμον ἀΐσσουσαν A.R.1.438.    II of persons, their thoughts, etc., righteous, ἀνὴρ ὃς ἐ. εἴη Od.10.383; οἵ τινές εἰσιν ἐ. οἵ τ' ἀθέμιστοι 17.363; ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐ. (of Achilles) Il.24.40, cf. Od.18.220; ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐ. 5.190; so τοῦτό γ' ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν 2.123, 7.299; ἐ. τίει [βίον] A.Ag.775(lyr.); γῆρας γὰρ ἐ. ἄνδρατίθησιν makes him honoured, Opp.H.1.683.    2 of things, fit, proper, ἐ. δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Il.24.425, cf. h.Cer.369. Adv. -μως fitly, becomingly, αἰνεῖν A.Ag. 916; μή νυν ὑπέρβαλλ', ἀλλ' ἐ. φέρε E.Alc.1077.

German (Pape)

[Seite 825] Schicksal verkündend, vorbedeutend; ὄρνιθες Od. 2, 181; σήματα, vom Blitz, Il. 2, 355; vom Seher, ἐναίσιμα μυθήσασθαι, das Schicksal eröffnende Worte, Od. 2, 159; ὄρνιθος ὄσσα Ap. Rh. 1, 1087; adverbialisch, ἐναίσιμον ἦλθον Il. 6, 519, zur rechten Zeit; vgl. Ap. Rh. 1, 438, dem Schicksale entsprechend, schicklich. Von Menschen, billig, gerecht, Od. 10, 383; Ggstz ἀθέμιστος, 17, 363; νόος, φρένες, 5, 190 Il. 24, 40; ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησε Od. 7, 299; ἐναίσιμα ἐργάζεσθαι 17, 321; βίος Aesch. Ag. 751; ἐναίσιμα δῶρα, gebührende, Il. 24, 425; γῆρας ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, ehrwürdig, Opp. H. 1, 683. – Adv., ἐναισίμως αἰνεῖν, geziemend, Aesch. Ag. 890; φέρειν Eur. Alc. 1077.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναίσιμος: -ον, (αἶσα) Ἐπ. ἐπίθ. (ἐν μετρίᾳ χρήσει παρὰ Τραγ.) φέρων οἰωνούς, προοιωνιστικός, προαναγγέλων τὸ πεπρωμένον, οὐδ’ ἦλθον ἐναίσιμον, ἐναισίμως, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Ζ. 519· ὄρνιθας γνῶναι καὶ ἐναίσιμα μυθήσασθαι, προοιωνίσασθαι, τὰ μέλλοντα προειπεῖν, Ὀδ. Β. 159· οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι ὄρνιθες αὐτόθι 182· ἰδίως ἐπὶ καλῆς σημασ., πρόσφορος, ἁρμόδιος, ἐπιτήδειος, Λατ. opportunus, ἐπὶ οἰωνῶν, ἐναίσιμα σήματα φαίνων, εὐσύμβολα σημεῖα δεικνύων, Ἰλ. Β. 353· καθόλου, αἴσιος, εὐνοϊκός, εὐμενής, προσημαίνων ἀγαθόν, Λατ. faustus, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 438. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, δίκαιος, τὶς γάρ κεν ἀνήρ, ὃς ἐναίσιμος εἴη Ὀδ. Ρ. 363· ᾧ οὔτ’ ἂρ φρένες εἰσὶν ἐναίσιμοι (περὶ τοῦ Ἀχιλλέως) Ἰλ. Ω. 40, πρβλ. Ὀδ. Σ. 220· ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐναίσιμος Ε. 190· οὕτω, τοῦτό γ’ ἐναίσιμον οὐκ ἐνόησεν Β. 123., Η. 299· ἐναίσιμον τίει βίον Αἰσχύλ. Ἀγ. 775· γῆρας γὰρ ἐναίσιμον ἄνδρα τίθησιν, καθιστᾷ αὐτὸν ἔντιμον, Ὀπ. Ἁλ. 1. 683. 2) ἐπὶ πραγμάτων, κατάλληλος, ἁρμόζων, πρέπων, ἐναίσιμα δῶρα διδοῦναι ἀθανάτοις Ἰλ. Ω. 425, πρβλ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 370. ― Ἐπίρρ. -ως, πρεπόντως, προσηκόντως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, Εὐριπ. Ἄλκ. 1077.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui annonce l’avenir;
2 de bon augure ; favorable, opportun ; adv. • ἐναίσιμον IL à propos;
3 convenable, juste, honnête ; en gén. convenable, approprié.
Étymologie: ἐν, αἶσα.