καταβιβάζω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβῐβάζω''': μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[καταβαίνω]], [[καταβιβάζω]], κοινῶς «καταιβάζω», καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. 86· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νῆα ὁ αὐτ. 8. 118· τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Πλουτ. Θεμιστ. 4· ὁδηγῶ ἔξω τῆς πόλεως, «καταβαβάζεσθαι ὑπὸ τοῦ διδασκάλου παῖδας περὶ τὰ τείχη περιπατήσοντας καὶ γυμνασομένους» ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 10· εἰς [[μεταλλεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 262E· -μεταφ., καταβίβασον ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων… αὐχημάτων… σεαυτὸν ἐπὶ τὸ δημοτικὸν Διον. Ἁλ. 7. 45. 2) [[ἀναγκάζω]] τι νὰ καταβῇ, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 7· [[κάμνω]] τι νὰ καταβῇ, κινῶ, καταβιβάζειν τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 80Β. ΙΙ. [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], [[καταβιβάζω]] τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ… πολέμου Διον. Ἁλ. 1. 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμματ. περὶ τοῦ τόνου, [[καταβιβάζω]] αὐτὸν ἐκ τῆς προπαραληγούσης εἰς τὴν παραλήγουσαν ἢ λήγουσαν, ὡς π.χ. [[ἄγγελος]], ἀγγέλου, θρέψασαι, θρεψασῶν, ἢ ἐκ τῆς παραληγούσης εἰς τὴν λήγουσαν, λαβοῦσαι, λαβουσῶν, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 213, Ἐτυμολ. Μ. 774. 33, κτλ. IV. ἐπὶ τῶν ὠνίων, [[καταβιβάζω]] τὴν τιμήν, Σωκράτ. 424Β. | |lstext='''καταβῐβάζω''': μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ [[καταβαίνω]], [[καταβιβάζω]], κοινῶς «καταιβάζω», καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. 86· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νῆα ὁ αὐτ. 8. 118· τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Πλουτ. Θεμιστ. 4· ὁδηγῶ ἔξω τῆς πόλεως, «καταβαβάζεσθαι ὑπὸ τοῦ διδασκάλου παῖδας περὶ τὰ τείχη περιπατήσοντας καὶ γυμνασομένους» ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 10· εἰς [[μεταλλεῖον]], ὁ αὐτ. 2. 262E· -μεταφ., καταβίβασον ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων… αὐχημάτων… σεαυτὸν ἐπὶ τὸ δημοτικὸν Διον. Ἁλ. 7. 45. 2) [[ἀναγκάζω]] τι νὰ καταβῇ, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ [[στρατόπεδον]] Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 7· [[κάμνω]] τι νὰ καταβῇ, κινῶ, καταβιβάζειν τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 80Β. ΙΙ. [[φέρω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], [[καταβιβάζω]] τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ… πολέμου Διον. Ἁλ. 1. 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμματ. περὶ τοῦ τόνου, [[καταβιβάζω]] αὐτὸν ἐκ τῆς προπαραληγούσης εἰς τὴν παραλήγουσαν ἢ λήγουσαν, ὡς π.χ. [[ἄγγελος]], ἀγγέλου, θρέψασαι, θρεψασῶν, ἢ ἐκ τῆς παραληγούσης εἰς τὴν λήγουσαν, λαβοῦσαι, λαβουσῶν, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 213, Ἐτυμολ. Μ. 774. 33, κτλ. IV. ἐπὶ τῶν ὠνίων, [[καταβιβάζω]] τὴν τιμήν, Σωκράτ. 424Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.</i> κατεβίβασα;<br /><b>1</b> faire descendre : τινα [[ἀπό]] τινος qqn de qqe endroit ; τινα ἔκ τινος ἔς [[τι]] qqn d’un lieu dans un autre ; πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν PLUT prolonger une ville en la faisant descendre jusqu’à la mer;<br /><b>2</b> faire descendre de force, repousser : τὸ [[στράτευμα]] [[εἰς]] τὸ ὁμαλόν XÉN l’armée dans la plaine;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> ramener en arrière, faire reculer : λόγον [[ἐπί]] [[τι]] ramener son discours à un certain point.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιβάζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 9 August 2017
English (LSJ)
causal of καταβαίνω,
A make to go down, bring down, τινὰ ἀπὸ τῆς πυρῆς Hdt.1.87, cf. 86; τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νέα Id.8.119; στρατιώτας . . εἰς τὴν Χώραν τῶν Φρυγῶν Hell.Oxy. 16.3; τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλασσαν Plu.Them.4; bring from town to country, Id.Cam.10; down into a mine, Th.7.86, Plu.2.262d: metaph., bring down, lower, κ. σεαυτὸν ἀπὸ αὐχημάτων εἰς τὸ δημοτικώτερον D.H.7.45:—Pass., κωμῳδία -βιβασθεῖσα εἰς τὸ λογοειδές Str.1.2.6. 2 force to come down, εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον X.HG4.6.7, cf. Th.5.65; drive away, Hp.Prorrh.1.143. II bring down, τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ πρώτου Φοινικικοῦ πολέμου D.H.1.8; τὸν λόγον ἐπὶ τὰ νῦν καθεστῶτα Luc.Rh.Pr.20. III bring down the accent, i.e. throw it forward, A.D.Synt.213.16, EM774.34. IV Astron., ὁ -βιβάζων (sc. σύνδεσμος) the descending node, Vett.Val.30.6, Procl.Hyp.5.101.
Greek (Liddell-Scott)
καταβῐβάζω: μέλλ. Ἀττ. -βιβῶ, μεταβ. ἐνεργείας τοῦ καταβαίνω, καταβιβάζω, κοινῶς «καταιβάζω», καταβιβάσας τὸν Κροῖσον ἀπὸ τῆς πυρῆς Ἡρόδ. 1. 87, πρβλ. 86· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος ἐς κοίλην νῆα ὁ αὐτ. 8. 118· τὴν πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν Πλουτ. Θεμιστ. 4· ὁδηγῶ ἔξω τῆς πόλεως, «καταβαβάζεσθαι ὑπὸ τοῦ διδασκάλου παῖδας περὶ τὰ τείχη περιπατήσοντας καὶ γυμνασομένους» ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 10· εἰς μεταλλεῖον, ὁ αὐτ. 2. 262E· -μεταφ., καταβίβασον ἀπὸ τῶν ὑπερηφάνων… αὐχημάτων… σεαυτὸν ἐπὶ τὸ δημοτικὸν Διον. Ἁλ. 7. 45. 2) ἀναγκάζω τι νὰ καταβῇ, κατεβίβασαν δὲ εἰς τὸ ὁμαλὸν τὸ στρατόπεδον Ξεν. Ἑλλ. 4. 6, 7· κάμνω τι νὰ καταβῇ, κινῶ, καταβιβάζειν τὰ γυναικεῖα Ἱππ. 80Β. ΙΙ. φέρω ὀπίσω, ἐπαναφέρω, καταβιβάζω τὴν διήγησιν ἐπὶ τὴν ἀρχὴν τοῦ… πολέμου Διον. Ἁλ. 1. 8. ΙΙΙ. ἐν τῇ γραμματ. περὶ τοῦ τόνου, καταβιβάζω αὐτὸν ἐκ τῆς προπαραληγούσης εἰς τὴν παραλήγουσαν ἢ λήγουσαν, ὡς π.χ. ἄγγελος, ἀγγέλου, θρέψασαι, θρεψασῶν, ἢ ἐκ τῆς παραληγούσης εἰς τὴν λήγουσαν, λαβοῦσαι, λαβουσῶν, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 213, Ἐτυμολ. Μ. 774. 33, κτλ. IV. ἐπὶ τῶν ὠνίων, καταβιβάζω τὴν τιμήν, Σωκράτ. 424Β.
French (Bailly abrégé)
ao. κατεβίβασα;
1 faire descendre : τινα ἀπό τινος qqn de qqe endroit ; τινα ἔκ τινος ἔς τι qqn d’un lieu dans un autre ; πόλιν πρὸς τὴν θάλατταν PLUT prolonger une ville en la faisant descendre jusqu’à la mer;
2 faire descendre de force, repousser : τὸ στράτευμα εἰς τὸ ὁμαλόν XÉN l’armée dans la plaine;
3 p. anal. ramener en arrière, faire reculer : λόγον ἐπί τι ramener son discours à un certain point.
Étymologie: κατά, βιβάζω.