Σίσυφος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''Σίσῠφος''': [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ [[κάτω]], Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] Σισυφία [[χθών]], ἡ [[Κόρινθος]], Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ σοφὸς ([[μετὰ]] τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «[[σέσυφος]]· [[πανοῦργος]]».
|lstext='''Σίσῠφος''': [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ [[κάτω]], Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν [[ὄνομα]] τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· [[ὡσαύτως]] Σισυφία [[χθών]], ἡ [[Κόρινθος]], Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. [[τύπος]] τοῦ σοφὸς ([[μετὰ]] τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «[[σέσυφος]]· [[πανοῦργος]]».
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />Sisyphe, <i>fils d’Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie</i>.<br />'''Étymologie:''' par redoublement de [[σοφός]] avec υ éol. pour ο.
}}
}}

Revision as of 20:09, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίσῠφος Medium diacritics: Σίσυφος Low diacritics: Σίσυφος Capitals: ΣΙΣΥΦΟΣ
Transliteration A: Sísyphos Transliteration B: Sisyphos Transliteration C: Sisyfos Beta Code: *si/sufos

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, Sisyphus, Il.6.153, Od.11.593: prov.,

   A πλείονα δ' εἰδείης Σισύφου Thgn.702; μηχαναὶ Σισύφου Ar.Ach.391; nickname of the Spartan Dercyllidas, X.HG3.1.8:—Adj. Σῑσύφειος, α, ον, E.Med. 405, etc.; Σισυφία χθών, i.e. Corinth, Epigr. ap. Paus.5.2.5; Σισυφὶς ἀκτή, αἶα, Theoc.22.158, AP7.354 (Gaet.); Σισύφειον, τό, temple of S., D.S.20.103, Str.8.6.21.

Greek (Liddell-Scott)

Σίσῠφος: [ῑ], -ου, ὁ, μυθικὸς βασιλεὺς τῆς Κορίνθου φημιζόμενος ὡς ὁ πανουργότατος τῶν ἀνθρώπων, Ἰλ. Ζ. 153· βασανιζόμενος ἐν τῷ ᾍδῃ κάτω, Ὀδ. Λ. 593· παροιμ., πλείονα δ’ εἰδείης Σισύφου Θέογν. 702· Σισύφου μηχαναὶ Ἀριστοφ. Ἀχ. 391· σκωπτικὸν ὄνομα τοῦ Σπαρτιάτου Δερκυλίδα, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 8· ἐπίθετ. Σισύφειος, α, ον, Εὐρ., κλπ.· ὡσαύτως Σισυφία χθών, ἡ Κόρινθος, Ποιητὴς παρὰ Παυσ. 5. 2, 5· ἢ Σισυφὶς ἀκτή, αἶα Θεόκρ. 22. 158, Ἀνθ. Π. 7. 354· - Σισύφειον, τό, τὸ ἱερὸν τοῦ Σισύφου, Διόδ. 20. 103, Στράβ. 379. (Πιθαν. μετ’ ἀναδιπλ. τύπος τοῦ σοφὸς (μετὰ τοῦ Αἰολ. υ ἀντὶ ο), ὁ Σοφὸς ἢ Πανοῦργος· ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει: «σέσυφος· πανοῦργος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Sisyphe, fils d’Éole, roi de Corinthe, renommé pour sa fourberie.
Étymologie: par redoublement de σοφός avec υ éol. pour ο.