τηνίκα: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(6_3) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ([[συχν]]. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]). | |lstext='''τηνίκα''': [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., ([[τῆνος]]) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τηνικαῦτα]], [[τότε]], [[κυρίως]] σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ [[ἡνίκα]], καὶ τοῖς ἐρωτημ. [[πηνίκα]], [[ὁπηνίκα]], κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, [[τότε]], [[εὖτε]]..., [[τηνίκα]]..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] τοῦ ἄρθρ. ([[συχν]]. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ [[τηνίκα]]..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· [[μετὰ]] γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν [[κοινῇ]] χρήσει τύποι [[εἶναι]] [[τηνικάδε]], [[τηνικαῦτα]], Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. [[αὐτίκα]]). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />à ce moment, alors ; τὸ [[τηνίκα]] SOPH <i>m. sign.</i> ; [[τηνίκα]] [[τοῦ]] ἔτους ÉL à ce moment de l’année.<br />'''Étymologie:''' th. dém. τ-, [[ἡνίκα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:09, 9 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Dor. τᾱνίκα, Adv.
A at that time, then, prop. answering to Relat. ἡνίκα and Interrog. πηνίκα, ὁπηνίκα; εὖτε... τηνίκα . . A.R.1.799: also with the Art., ὅτε... τὸ τ. . . S.OC440. 2 abs., at that time [of day], Theoc.1.17: c. gen., τοῦ ἔτους τ. at that time of the year, Ael.NA15.5 codd.--The Att. forms are τηνικάδε, τηνικαῦτα.
German (Pape)
[Seite 1108] adv. (vgl. τῆνος), Demonstrat. zum Fragewort πηνίκα, zu dieser oder jener Tageszeit, um diese bestimmte Tageszeit; Her. 1, 17. 18 u. oft u. Folgde; vgl. Lob. Phryn. 50. – Bei den Ioniern u. Sp. = dann, alsdann, da. – Buttm. Lexil. II p. 227 nimmt zur Ableitung dieser Wörter ein altes Wort ιξ oder Fιξ an, dem lat. vice entsprechend, τὴν ἴκα, hac vice, wie auch αὐτίκα = τὴν αὐτὴν ἴκα (?).
Greek (Liddell-Scott)
τηνίκα: [ῑ], Δωρ. τᾱνίκα, Ἐπίρρ., (τῆνος) παρ’ Ἀττ., κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τηνικαῦτα, τότε, κυρίως σχετικὸν τῷ ἀναφορικῷ ἡνίκα, καὶ τοῖς ἐρωτημ. πηνίκα, ὁπηνίκα, κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, τότε, εὖτε..., τηνίκα..., Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 799· ὡσαύτως μετὰ τοῦ ἄρθρ. (συχν. φέρεται τοτηνίκα), ὅτε..., τὸ τηνίκα..., Σοφ. Ο. Κ. 440. 2) ἀπολ. κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν [τῆς ἡμέρας], Θεόκρ. 1. 17· μετὰ γεν., τοῦ ἔτους τ., κατ’ ἐκείνην τὴν ὥραν τοῦ ἔτους, Αἰλ. π. Ζ. 15. 1. ― Οἱ ἐν κοινῇ χρήσει τύποι εἶναι τηνικάδε, τηνικαῦτα, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 50. (Περὶ τῆς καταλήξεως, -ίκα, πρβλ. αὐτίκα).
French (Bailly abrégé)
adv.
à ce moment, alors ; τὸ τηνίκα SOPH m. sign. ; τηνίκα τοῦ ἔτους ÉL à ce moment de l’année.
Étymologie: th. dém. τ-, ἡνίκα.