ἀέκων: Difference between revisions
Θνητοὶ γεγῶτες μὴ φρονεῖθ' ὑπὲρ θεούς → Supra deum ne sapito, mortalis satus → Als Menschenkinder denkt nicht über Götter nach
(Bailly1_1) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ουσα, ον :<br />v. [[ἄκων]]. | |btext=ουσα, ον :<br />v. [[ἄκων]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=-ουσα (ϝεκών): [[unwilling]], [[reluctant]]; ‘[[unintentionally]],’ Il. 16.264, βιῃ ἀέκοντα, ‘by [[force]] [[against]] my [[will]],’ Il. 15.186 ; σὲ βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα, Od. 4.646; cf. Il. 1.430. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:21, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep.and Ion.; Att. and Trag. contr. ἄκων [ᾱ], ουσα, ον (uncontr. form also in IG1.61 (law of Draco), A.Supp.39 (anap.), sts. found in codd. of Hdt., as 4.120,164):—
A involuntary, constrained, of persons, ἀέκοντος ἐμεῖο Il.1.310; ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ 4.43; πόλλ' ἀέκων 11.557; opp. βουλόμενος, Hp.VC11; τὼ δ' οὐκ ἀέκοντε πετέσθην (v.l. ἄκοντε) Il.5.366, Od.3.484; κάρτα ἀ. Hdt.9.111; ἀέκουσι (v.l. ἀεκούσια) δάκρυα παραρρεῖ Hp.Epid.1.19: contr. first in h.Cer.413; ἄκοντος Διός invito Jove, A.Pr.771; repeated, ἄκοντά σ' ἄκων προσπασσαλεύσω ib.19, cf. 671; ἄ. ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους S.Fr.929, cf. Ant.276; μηδένα τῶνδ' ἀέκοντα μένειν κατέρυκε Thgn.467. Adv. ἀκόντως unwillingly, ὁμολογεῖν Pl.Prt.333b, cf. Hp.Mi.374d; οὐκ ἀ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν X.HG4.8.5. II Poet., like ἀκούσιος, of acts or their consequences, involuntary, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄ. S.OT 1230; ἔργων ἀ. Id.OC240 (lyr.), cf. 977.
German (Pape)
[Seite 41] poet. u. ion. für das att. ἄκων, πόλλ' ἀέκων Il. 11, 557; ἀέκοντος ἐμεῖο, wider meinen Willen, 1, 301; Pind. ἀέκονθ' έκών Ol. 11, 30, οὐκ ἀέκων N. 4, 21; auch Aesch. Suppl. 39; Ap. Rh. u. a. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀέκων: Ἀττ. συνῃρ. ἄκων, [ᾱ], ουσα, ον· ἀλλ’ ὁ ἀσυναίρ. τύπος εἶναι ἐν χρήσει ἐν ἀναπαιστικοῖς μέτρ. παρ’ Αἰσχύλῳ Ἱκ. 40. (ἑκών, ἴδ. ἐν λ. ἕκηλος)· ὁ παρὰ τὴν θέλησίν του ποιῶν τι, ἠναγκασμένος, βεβιασμένος, ἐπὶ προσ.: ἀέκοντος ἐμεῖο, Ἰλ. Α. 310· ἑκὼν ἀέκοντί γε θυμῷ, Δ. 43. ἐπιτεταμένον: πόλλ’ ἀέκων (τὸ τοῦ Οὐεργιλίου multa reluctans) Λ. 557: ― ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν συνῃρ. τύπον μόνον ἐν τῇ φράσει: τὼ δ’ οὐκ ἄκοντε πετέσθην (ἔνθα ὅμως τὸ μέτρον ἐπιτρέπει καὶ ἀέκοντε) Ἰλ. Ε. 366, Ὀδ. Γ. 484· ἄλλως πρῶτον ἀπαντᾷ ἐν Ὕμ. εἰς Ὅμ. Δήμ. 413. Ἡρόδ. 2, 131, καὶ ἀλλ.· ― ἀκολούθως εἶναι κοινὸν παρ’ ἅπασι τοῖς Ἀττ. συγγραφεῦσι· (πρβλ. ἀεκούσιος), ἄκοντος Διός, invito Jove, Αἰσχύλ. Πρ. 771· συχνάκις ἐπαναλαμβάνεται: ἄκοντά σ’ ἄκων προσπασσαλεύσω, αὐτόθι 19, πρβλ. 671· οὕτως: ἄκων ἀκούειν οὓς ἑκὼν εἶπεν λόγους, Σοφ. Ἀποσπ. 688, πρβλ. Ἀντ. 276, μηδένα μήτ’ ἀέκοντα μένειν κατέρυκε, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 2· (σκῶμμα ἡρωϊκ.). ― Ἐπίρρ. ἀκόντως, παρὰ τὴν θέλησιν, ἀκουσίως· ὁμολογεῖν, Πλάτ. Πρωτ. 333Β, πρβλ. Ἱππ. Ἐλ. 374D, οὐκ ἄκ. ἀλλὰ προθύμως ἐπείσθησαν, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ἀλλὰ σπανίως, ὡς τὸ ἀκούσιος, ἐπὶ πράξεων ἢ τῶν ἀποτελεσμάτων αὐτῶν, παρὰ τὴν θέλησιν, κακὰ ἑκόντα κοὐκ ἄκ., Σοφ. Ο. Τ. 1230· ἔργων ἀκ., ὁ αὐτ. Ο. Κ. 240· πρβλ. 977.
French (Bailly abrégé)
ουσα, ον :
v. ἄκων.
English (Autenrieth)
-ουσα (ϝεκών): unwilling, reluctant; ‘unintentionally,’ Il. 16.264, βιῃ ἀέκοντα, ‘by force against my will,’ Il. 15.186 ; σὲ βίῃ ἀέκοντος ἀπηύρα, Od. 4.646; cf. Il. 1.430.