νεκρός: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> mort : [[οἱ]] νεκροί, les morts;<br /><b>2</b> ὁ [[νεκρός]], le cadavre ; τὸ νεκρόν, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Νεκ, faire mourir ; cf. [[νέκυς]], <i>lat.</i> necare, nex. | |btext=ά, όν :<br /><b>1</b> mort : [[οἱ]] νεκροί, les morts;<br /><b>2</b> ὁ [[νεκρός]], le cadavre ; τὸ νεκρόν, <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' R. Νεκ, faire mourir ; cf. [[νέκυς]], <i>lat.</i> necare, nex. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[dead]] [[body]], [[corpse]]; [[with]] τεθνηῶτα, Od. 12.10; [[also]] νεκρῶν κατατεθνηώτων, see [[καταθνήσκω]]. Said of the inhabitants of the [[nether]] [[world]], the [[dead]], Il. 23.51, Od. 11.34. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:28, 15 August 2017
English (LSJ)
ὁ (of a woman, Diph.129),
A corpse, Hom., etc.: as Subst., in early writers always of mankind, νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Il. 6.71; ν. ἔρυον κατατεθνηῶτας 18.540: freq. of those killed in battle, τοὺς ν. ὑποσπόνδους ἀνείλοντο Th.4.44, etc.: in sg., νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Hdt.5.92.η'; κεῖται ν. περὶ νεκρῷ S.Ant.1240, etc.; Πατρόκλῳ ν. ὄντι Pl.R.391b: the Art. is freq. omitted even of a particular corpse, esp. when a gen. is added, ν. γυναικός, ἀνθρώπου, Hdt.2.89, 90, cf. A. Ag.659, Th.1018; later, of a fish, ν. ἰχθύος M.Ant.6.13: neut. pl. νεκρά, τά, Plu.2.773d: metaph., νεκρὰ καὶ καπνός M.Ant.12.33. 2 dying person, μυχθισμὸς νεκρῶν E.Rh.789; ν. ἀσπαίροντες Antipho 2.4.5; ν. ἀποθνῄσκοντες Th.2.52. 3 metaph., ὁ υἱός μου ν. ἦν καὶ ἀνέζησε Ev.Luc.15.24; ὄνομα ἔχεις ὅτι ζῇς καὶ ν. εἶ Apoc.3.1; ν. τῇ ἁμαρτίᾳ Ep.Rom.6.11. 4 in pl., the dead, as dwellers in the nether world, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Od.10.526, cf. 11.34, etc.; ἐν νεκροῖς LXXPs.87(88).5; ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι Ev.Jo.12.1; ἡ ἀνάστασις ἡ ἐκ ν. Ev.Luc.20.35: metaph., ζωὴ ἐκ ν. Ep.Rom.11.15. II as Adj. νεκρός, ά, όν, dead, first in Pi., ν. ἵππος Fr.203; ν. σώματα Mitteis Chr.31 ii 22 (ii B.C.), Ach.Tat.3.5, cf. Nic.Dam.58 J., Plu.2.685b, X. Eph.5.1, POxy.51.8 (ii A.D.), BGU1024vii26 (iv/v A.D.) (but also τὰ τῶν ν. σώματα Pl.Lg.959b; σῶμα . . νεκροῦ E.Hec.679); ν. χελώνη Luc.DDeor.7.4: Comp. -ότερος AP11.135 (Lucill.). 2 inanimate, inorganic, opp. ἔμψυχος, Plot.3.6.6; οὐχὶ ν., ὥσπερ λίθον ἢ ξύλον, ἀλλὰ ζῶν Id.4.7.9; οὐρανὸς . . ὢν πρὸ ψυχῆς σῶμα ν., γῆ καὶ ὕδωρ Id.5.1.2; ἡ ν. θάλασσα the Dead Sea, Paus.5.7.4, Gal.11.690, Orph.A. 1082. 3 metaph., ν. πλοῦτος Philostr.VS2.1.1.
German (Pape)
[Seite 237] ὁ (vgl. νέκυς), der Leichnam, die Leiche; bei Hom. nur von menschlichen Leichnamen; ἐν δὲ πυρῇ νεκρὸν θέσαν, Il. 24, 787; ὄφρα τάχιστα πυρὶ φλεγεθοίατο νεκροί, 23, 197; περὶ νεκροῦ δηριάασθαι, 17, 734, öfter; auch νεκροὺς τεθνηῶτας, 6, 71, wie κατατεθνηῶτας, 18, 540; die Todten in der Unterwelt, Od. 10, 526. 11, 475 ff.; ἐκ νεκροῦ ἅρπασε, Pind. P. 3, 43; oft bei Tragg., auch der Todte, ἐπισπένδειν νεκρῷ, Aesch. Ag. 1368 u. sonst, wie Soph., οἱ ἔνερθεν νεκροί, Ant. 25, der es auch adj. braucht, καλεῖ Λάϊον πάλαι νεκρόν, O. R. 1245, vgl. El. 1453; τρεῖς τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν νεκροὺς θήσω, Eur. Med. 374; auch bei Sp. so, z. B. νεκρὰ ἐξάγειν, Luc. V. H. 1, 22. – In Prosa der Leichnam, ἀνθρώπου νεκρός, Her. 2, 90, νεκρὸς πρόσφατος γυναικός, 2, 89, Plat. oft, ἀναιρεθέντων δεκαταίων τῶν νεκρῶν Rep. X, 614 b, u. so auch Andere von den in der Schlacht Gefallenen, τοὺς νεκροὺς ὑποσπόνδους ἀποδοῦναι, ἀπολαβεῖν, Xen. Hell. 2, 4, 12. 7, 5, 26 u. sonst oft; πολλοὺς νεκροὺς ἐποίησαν, sie machten viele Todte, richteten eine große Niederlage an, Pol. 2, 34, 12; τὴν φρουρὰν ἀπώσασθαι δυσὶ νεκροῖς ἢ τρισὶ οὐ ῥᾴδιον, mit dem Verluste von zwei oder drei Mann, Plut. Socr. gen. 17. – Einen compar. bildet Lucill. 78 (XI, 135), τὸν πολὺ τοῦ παρὰ σοὶ νεκρότερον τεκνίου. – Nach B. A. 108, 16 sagte Diphil. τήν νεκρόν.
Greek (Liddell-Scott)
νεκρός: ὁ, (ἴδε νέκυς), νεκρὸν σῶμα, πτῶμα, Ὅμ., κλ., ἀείποτε ἐπὶ ἀνθρώπου (ἰδὲ κατωτ. ΙΙ), νεκροὺς συλήσετε τεθνηῶτας Ἰλ. Ζ. 71· νεκροὺς τ’... ἔρυον κατατεθνηῶτας Σ. 540· οὕτω, νεκρῷ ἐούσῃ Μελίσσῃ Ἡρόδ. 5. 92· κεῖται νεκρὸς περὶ νεκρῷ Σοφ. Ἀντ. 1240, κτλ.· νεκροὶ ἀσπαίροντες, ἔτι ἀγωνιῶντες, Ἀντιφῶν 119. 13· Πατρόκλῳ νεκρῷ ὄντι Πλάτ. Πολ. 391Β· - τὸ ἄρθρον συχνάκις παραλείπεται καὶ ἐπὶ ὡρισμένου νεκροῦ, μάλιστα ὅταν συνάπτηται μετὰ γενικῆς, νεκρὸς γυναικός, ἀνθρώπου Ἡρόδ. 2. 89, 90., 3. 16, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 659, Θήβ. 1013· - ἀκολούθως, νεκρά, τά, Πλούτ. 2. 773D· πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 376. 2) ἐν τῷ πληθ., ὡσαύτως, οἱ νεκροὶ οἱ κατοικοῦντες τὸν κάτω κόσμον, κλυτὰ ἔθνεα νεκρῶν Ὀδ. Κ. 526, πρβλ. Λ. 34, κτλ.· τοὺς ἑαυτῶν ν., δηλ. τοὺς ἐν τῇ μάχῃ πεσόντας, Θουκ. 4. 44, πρβλ. 97 κἑξ. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. συμφωνοῦν μετὰ τοῦ οὐσιαστ., νεκρός, ά, όν, πρῶτον παρὰ Πινδ. (ἐκτὸς ἐὰν οὕτως ἐκλάβωμεν τὸ ἐν Ὀδ. Μ. 10, νεκρὸν Ἐλπήνορα τεθνηῶτα)· ν. ἵππος Πινδ. Ἀποσπ. 217· τὰ σώματα τὰ ν. Πλούτ. 2. 685Β· - συγκρ. -ότερος Ἀνθ. Π. 11. 135. 2) ἐπίθετ. τοῦ Ἅιδου, αὐτόθι 1. 111. 3) ἐπίθετ. γῆς, χώρας, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 3, 13· οὕτως, ἡ ν. θάλασσα αὐτόθι 2. 2, 23, πρβλ. Παυσ. 5. 7, 4, Ὀρφ. Ἀργ. 1086.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 mort : οἱ νεκροί, les morts;
2 ὁ νεκρός, le cadavre ; τὸ νεκρόν, m. sign.
Étymologie: R. Νεκ, faire mourir ; cf. νέκυς, lat. necare, nex.
English (Autenrieth)
dead body, corpse; with τεθνηῶτα, Od. 12.10; also νεκρῶν κατατεθνηώτων, see καταθνήσκω. Said of the inhabitants of the nether world, the dead, Il. 23.51, Od. 11.34.