ἔχθος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εος -ους (τό) :<br /><b>1</b> haine, inimitié : [[ἔχθος]] τινος, [[πρός]] τινα, haine contre qqn ; κατ’ [[ἔχθος]] THC, ὑπ’ ἔχθους PLUT par haine ; [[ἐς]] [[ἔχθος]] ἀπικέσθαι τινί HDT encourir la haine de qqn;<br /><b>2</b> objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθω]]. | |btext=εος -ους (τό) :<br /><b>1</b> haine, inimitié : [[ἔχθος]] τινος, [[πρός]] τινα, haine contre qqn ; κατ’ [[ἔχθος]] THC, ὑπ’ ἔχθους PLUT par haine ; [[ἐς]] [[ἔχθος]] ἀπικέσθαι τινί HDT encourir la haine de qqn;<br /><b>2</b> objet de haine.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχθω]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=εος: [[hate]], [[enmity]], [[wrath]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:29, 15 August 2017
English (LSJ)
εος, τό,
A hate, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Od.9.277: and in pl., ἐχθεα λυγρά Il.3.416, cf. Pi.P.2.55; ἴδια, κοινὰ ἔχθεα, Hdt.3.82; κατὰ ἔχθος τινός hatred for one, Id.9.15, cf. Th.1.103, 7.57; ἔχθει c.gen., A.Supp.332, Th.1.95; ἐς ἔχθεα ἀπικνέεσθαί τινι to incur his enmity, Hdt.3.82; εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι E.Ph.879; ὑπ' ἔχθους Plu.Publ.9. II ὦ πλεῖστον ἔ. object of direst hate, A.Pers.284.—In Prose ἔχθρα is more freq.
German (Pape)
[Seite 1125] τό, die Feindschaft, der Haß; οὐδ' ἂν ἐγὼ Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος πεφιδοίμην Od. 9, 277; ἔχθεα λυγρά Il. 3, 416 im plur., wie βαρύλογα ἔχθη Pind. P. 2, 55; Tragg. (vgl. ἐχθαίρω), εἰς ἔχθος ἦλθον παισὶ τοῖσιν Οἰδίπου, ich ward ihnen verhaßt, Eur. Phoen. 879; τινός, gegen Jem., Her. 9, 37; τῷ ἐκείνου ἔχθει, aus Haß gegen Jenen, Thuc. 1, 95, öfter; κατ' ἔχθος τινός, 1, 103. 4, 1; τῷ πρὸς αὐτὸν ἔχθει Plut. Lucull. 22; Ggstz φιλότης, Opp. Cyn. 1, 38. – In Prosa ist das Folgende geläufiger.
Greek (Liddell-Scott)
ἔχθος: -εος, τό, ἔχθρα, μῖσος, Διὸς ἔχθος ἀλευάμενος Ὀδ. Ι. 277· καὶ ἐν τῷ πληθ., ἔχθεα λυγρὰ Ἰλ. Γ. 416, πρβλ. Πινδ. Π. 2.100· ἔχθος τινός, μῖσος διά τινα, Ἡρόδ. 9. 15, Αἰσχύλ. Ἱκ. 331, Θουκ. 1. 95· κατ’ ἔχθος τινὸς ὁ αὐτ. 1. 103., 1. 57· ἐς ἔχθος ἐπικέσθαι τινί, ἐχθρὸς γενέσθαι, Ἡρόδ. 3. 82· εἰς ἔχθος ἐλθεῖν τινι Εὐρ. Φοίν. 879· ὑπ’ ἔχθους Πλουτάρχ. Ποπλικ. 19. ΙΙ. ὦ πλεῖστον ἔχθος, ἀντικείμενον μίσους, ἔχθρας τῆς μεγίστης (ὡς τὸ μῖσος ΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 284· πρβλ. ἐχθαίρω. ― Παρὰ πεζολόγοις ἡ λέξις: ἔχθρα εἶναι ἡ συνηθεστέρα. (Κατὰ τὸν Buttm. ἐν Λεξιλόγῳ ἐν λέξει ὀχθῆσαι ἐν τέλει, ἐκ τοῦ ἐκ, ἐξ, ἐκτός, ἀκριβῶς ὅπως ἡ πρώτη σημασία τοῦ Λατ. hostis ἤτοι ξένος).
French (Bailly abrégé)
εος -ους (τό) :
1 haine, inimitié : ἔχθος τινος, πρός τινα, haine contre qqn ; κατ’ ἔχθος THC, ὑπ’ ἔχθους PLUT par haine ; ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι τινί HDT encourir la haine de qqn;
2 objet de haine.
Étymologie: ἔχθω.