καταδαρθάνω: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταδαρθήσομαι, <i>ao.2</i> [[κατέδαρθον]], épq. [[κατέδραθον]], <i>pf.</i> καταδεδάρθηκα;<br /><b>1</b> s’endormir, dormir;<br /><b>2</b> passer la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαρθάνω]].
|btext=<i>f.</i> καταδαρθήσομαι, <i>ao.2</i> [[κατέδαρθον]], épq. [[κατέδραθον]], <i>pf.</i> καταδεδάρθηκα;<br /><b>1</b> s’endormir, dormir;<br /><b>2</b> passer la nuit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[δαρθάνω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. [[κατέδραθον]], du. sync. [[καδδραθέτην]]: [[fall]] [[asleep]], [[sleep]], Od. 23.18. (Od.)
}}
}}

Revision as of 15:30, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδαρθάνω Medium diacritics: καταδαρθάνω Low diacritics: καταδαρθάνω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: katadarthánō Transliteration B: katadarthanō Transliteration C: katadarthano Beta Code: katadarqa/nw

English (LSJ)

aor. κατέδαρθον (Att. inf. -δάρθειν acc. to Sch.Ar. Nu.38), Ep. κατέδρᾰθον, subj.

   A καταδράθω Od.5.471; part. -δαρθόντα Ar.Pl.300 (-δαρθέντα codd.): aor. 1 Pass. κατεδάρθην is found in later writers, as Philostr.VA2.36, and 3pl. κατέδαρθεν A.R.2.1227: pf. καταδεδάρθηκα Pl.Smp.219c:—fall asleep, mostly in aor., to be asleep, ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od.7.285, cf. 23.18; τὼ δ' ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον 8.296; καδδραθέτην, for κατεδραθέτην, 15.494; εἰ δέ κεν . . καταδράθω 5.471; ἔασον . . καταδαρθεῖν τί με Ar.Nu.38; ὁ μακαρίτης οἴχεται, κατέδαρθεν Ar.Fr.488.11, cf. Hp.Epid.5.37, X.Ages. 9.3: in pres., to be falling asleep, opp. ἀνεγείρεσθαι (to be waking), Pl.Phd.71d, 72b.    2 pass the night, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Th.6.61: so in pf., Pl.Smp.l.c.

German (Pape)

[Seite 1345] (s. δαρθάνω), einschlafen, schlafen; Hom. Odyss. 5, 471 εἰ δέ κεν θάμνοις ἐν πυκινοῖσι καταδράθω, so Bekker, Wolf καταδραθῶ; von dem aor. κατεδράθην steht Ar. Plut. 300 das partic. καταδαρθείς, wie Luc. philops. 21 D. C. 45, 1, u. κατέδαρθεν, = κατεδάρθησαν, Ap. Rh. 2, 1227; ἐν θάμνοισι κατέδραθον Od. 7, 285; vom Beischlaf 8, 296; καδδραθέτην, für κατεδραθέτην, 15, 494; καταδαρθεῖν Ar. Nub. 38; com. Stob. fl. 121, 18, wie Plat. Conv. 223 b; καταδαρθάνειν, im Ggstz von ἀνεγείρεσθαι, Phaed. 71 d; καταδεδαρθηκὼς ἀνέστην Conv. 219 c; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

καταδαρθάνω: ἀόρ. κατέδαρθον, καὶ κατὰ ποιητ. μετάθεσιν κατέδρᾰθον, Ὅμ.· ὡσαύτως παθ. ἀόρ. β’ κατεδάρθην, γ΄ πληθ. κατέδαρθεν Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1227,- χρόνος ὃν μεταχειρίζονται ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον οἱ μεταγενέστεροι (διότι ἐν Ὀδ. Ε. 471 ὁ Βεκκῆρος γράφει καταδράθω (ἐνεργ.) ἀντὶ -δραθῶ (Παθ.) καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 300 ὁ Πόρσων διώρθωσε καταδαρθόντα ἀντὶ -θέντα). Ἀποκοιμῶμαι, κοιμῶμαι, «πλαγιάζω» (ἴδε κατωτ.), κατὰ τὸ πλεῖστον εὔχρηστον ἐν τῷ ἀορ., ἐν θάμνοισι κατέδραθον Ὀδ. Ζ. 285, πρβλ. Ψ. 18· τὼ δ’ ἐς δέμνια βάντε κατέδραθον Θ. 296· καδδραθέτην ἀντὶ κατεδραθέτην, Ο. 494· εἰ δέ κεν… καταδράθω Ὀδ. Ε. 471· ἔασον καταδαρθεῖν τί με, «νὰ πάρω ὀλίγον ὕπνον», νὰ κοιμηθῶ ὀλίγον, Ἀριστοφ. Νεφ. 38· κατέδαρθεν εὐδαίμων Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 445Α, πρβλ Ἱππ. 1151Ε, Ξενοφ. Ἀγησ. 9, 3·- ἐν τῷ ἐνεστ., ἀποκοιμῶμαι, καταλαμβάνομαι ὑπὸ τοῦ ὕπνου, ἀντίθετον τοῦ ἀνεγείρομαι, Πλάτ. Φαίδων 71D, 72Β: πρκμ. καταδεδαρθηκώς, ἀποκοιμηθείς, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 219C. 2) ἁπλῶς διέρχομαι τὴν νύκτα, κοιμῶμαί που, κατέδαρθον ἐν Θησείῳ ἐν ὅπλοις Θουκ. 6. 61.

French (Bailly abrégé)

f. καταδαρθήσομαι, ao.2 κατέδαρθον, épq. κατέδραθον, pf. καταδεδάρθηκα;
1 s’endormir, dormir;
2 passer la nuit.
Étymologie: κατά, δαρθάνω.

English (Autenrieth)

aor. κατέδραθον, du. sync. καδδραθέτην: fall asleep, sleep, Od. 23.18. (Od.)