κνημίς: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
(Bailly1_3) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῖδος (ἡ) :<br />jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]]. | |btext=ῖδος (ἡ) :<br />jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.<br />'''Étymologie:''' [[κνήμη]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=ῖδος ([[κνήμη]]): greave. The [[greaves]] were [[metal]] plates, [[lined]] [[with]] [[some]] [[soft]] [[material]], [[bent]] [[around]] the [[shin]]-[[bone]] [[under]] the [[knee]], and fastened by clasps at the [[ankle]] (see [[cut]] No. 36), [[thus]] only in the Iliad. In the [[Odyssey]], Od. 24.229, the [[word]] signifies [[leather]] leggins. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:32, 15 August 2017
English (LSJ)
ῖδος, ἡ, Aeol. acc. κνᾶμιν Eust.265.18 (corrupted to κνῆμιν in Choerob. in Theod.1.327); Aeol. nom. pl. κνάμῐδες Alc.15.4: (κνήμη):—
A greave, legging, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il.19.369; τεῦξε δέ οἱ κνημῖδας . . κασσιτέροιο 18.613; κ. ὀρειχάλκοιο φαεινοῦ Hes.Sc.122; βόειαι κ. oxhide leggings, Od.24.229, cf. Plb.11.9.4; sg., Il.21.592, Luc.Rh.Pr. 18. II spoke of a wheel, D.S.18.27. III = κνημός 1, D.P.714.
German (Pape)
[Seite 1460] ῖδος, ἡ (äol. accus. κνήμιν B. A. 1207, κνᾶμιν Eust. 265, 18), die Beinschiene, Bedeckung der κνήμη, also von dem Knie bis an die Knöchel reichend u. Schienbein u. Wade umschließend, wie sie die Soldaten trugen; sie bestanden aus zwei Theilen, die mit Spangen oder Schnallen an einander befestigt waren; κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκε καλάς, ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας Il. 19, 369; sie scheinen von überzinntem Eisenblech gewesen zu sein, 18, 613. 21, 592; auch von Messing, ὀρείχαλκος, Hes. Sc. 122. Aber Od. 24, 227, περὶ δὲ κνήμῃσι βοείας κνημῖδας ῥαπτὰς δέδετο, sind eine Art rindslederner Stiefel od. Gamaschen gemeint, die Laertes anlegte γραπτῦς ἀλεείνων, gegen die Dornen; κνημῖδες, αἰχμῆς καὶ πετρῶν προβλήματα Aesch. Spt. 676. Nach Pol. 11, 9, 4 von ὑποδεσμοί u. κρηπῖδες unterschieden u. über diesen getragen; Heliod. 9, 15 sagt ἡ κνημὶς ἀπ' ἄκρων ταρσῶν εἰς γόνυ διήκει συνάπτουσα πρὸς τὸν θώρακα. – Die Schiene ums Rad, D. Sic. 18, 27. – Dion. Per. 714 braucht es für κνημός. – [Κναμίδες mit kurzem ι findet sich bei Alcaeus Ath. XIV, 627 b in übertragener Bdtg vom Hause.]
Greek (Liddell-Scott)
κνημίς: -ῖδος, ἡ· Αἰολ. αἰτ. κνᾶμιν ἢ κνῆμιν Εὐστ. 265. 18, Α. Β. 1207· Αἰολ. ὀνομ. πληθ. κνάμῐδες, Ἀλκαῖ. 15. 4 (πρβλ. κρηπίς)· (κνήμη)· ― κνημίς, ἀνήκουσα εἰς τὴν πανοπλίαν πολεμιστοῦ καὶ χρησιμεύουσα ὡς προφυλακτικὸν τῆς κνήμης, συνίστατο δὲ ἐκ δύο τμημάτων συναρμοζομένων διὰ πορπῶν καὶ κατέβαινεν ἀπὸ τοῦ γόνατος μέχρι τῶν σφυρῶν, καὶ οὕτως ἐκάλυπτεν ὅλην τὴν κνήμην πανταχόθεν, κνημῖδας μὲν πρῶτα περὶ κνήμῃσιν ἔθηκεν Ἰλ. Γ. 330· κνημῖδας... καλὰς ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας αὐτόθι, πρβλ. Τ. 369· ἦσαν κατασκευασμέναι ἐκ κασσιτέρου, Σ. 613, Φ. 592· ὡσαύτως ἐξ ὀρειχάλκου, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 122· ἐν Ἰλ. οἱ Ἀχαιοὶ καλοῦνται ἀείποτε ἐϋκνήμιδες· ― ἐν Ὀδ. Ω. 229, βόειαι κνημῖδες ἦσαν εἶδος περικνημίδων ἐκ βοείου δέρματος, ἃς ὁ Λαέρτης ἐφόρει ὅπως προστατεύωσιν αὐτὸν ἐν τῇ γεωργικῇ αὐτοῦ ἐργασίᾳ· ὁ Πολύβ. 11. 9, 4 λέγει ὅτι τὰς κνημῖδας ἐφόρουν μὲ ὑποδήματα καὶ κρηπῖδας. ― Πρβλ. Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτήτων ἐν λέξ. ocrea. ΙΙ. ἡ ἀκτὶς τροχοῦ, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 115. ΙΙΙ. = κνημός, Διον. Π. 714.
French (Bailly abrégé)
ῖδος (ἡ) :
jambart : βόειαι κνημῖδες OD jambières en peau de bœuf.
Étymologie: κνήμη.
English (Autenrieth)
ῖδος (κνήμη): greave. The greaves were metal plates, lined with some soft material, bent around the shin-bone under the knee, and fastened by clasps at the ankle (see cut No. 36), thus only in the Iliad. In the Odyssey, Od. 24.229, the word signifies leather leggins.