ῥόθος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(sl1_repeat)
(slb)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
|btext=ου (ὁ) :<br />bruit de choses qui se heurtent :<br /><b>1</b> bruit des vagues;<br /><b>2</b> bruit de voix;<br /><b>3</b> bond, élan (d’une troupe).<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. établie.
}}
{{Slater
|sltr=[[ῥόθος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shout]] πολὺν ῥθ [ο] ν ἵεσαν ἀπὸ στομ [άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16)
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ῥόθος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shout]] πολὺν ῥθ [ο] ν ἵεσαν ἀπὸ στομ [άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16)
|sltr=[[ῥόθος]]<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[shout]] πολὺν ῥθ [ο] ν ἵεσαν ἀπὸ στομ [άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ [[Λάχεσις]] (Pae. 12.16)
}}
}}

Revision as of 12:38, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥόθος Medium diacritics: ῥόθος Low diacritics: ρόθος Capitals: ΡΟΘΟΣ
Transliteration A: rhóthos Transliteration B: rhothos Transliteration C: rothos Beta Code: r(o/qos

English (LSJ)

ὁ,

   A rushing noise, roar of waves, dash of oars, ἐξ ἑνὸς ῥ. with one stroke, i.e. all at once, A.Pers.462.    2 of any confused, inarticulate sound, Περσίδος γλώσσης ῥ. the noise of the Persian (i.e. barbarian) tongue, ib.406; τῆς δὲ Δίκης ῥ. ἑλκομένης, ᾗ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι but there is tumult or confusion, when Justice is dragged whithersoever bribed judges lead her, Hes.Op.220.    3 of any rushing motion, πτερύγων ῥ. Opp.H.5.17.    4 Boeot.,= mountain path, Plu.in Hes.13; αἰγὸς ῥ. a goat-track, Nic.Th.672.

German (Pape)

[Seite 847] ὁ, das Geräusch, Gebrause, bes. der anschlagenden Wellen, das Rauschen des fließenden Stromes, das Plätschern u. Klatschen der Ruder; Aesch. sagt auch Περσίδος γλώσσης ῥόθος, das Gebrause des persischen Geschreies, Pers. 398. – Uebertr., rasche Bewegung, Schwung, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης ᾖ κ' ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, die Gerechtigkeit hat ihren schnellen Schwung, geht ihren Weg, wohin geschenkfressende Männer sie auch schleppen mögen, Hes. O. 222, ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι, mit einem Angriff, Aesch. Pers. 454; sp. D., πτερύγων ῥόθος Opp. Hal. 5, 17. – Auch ein jäher, schroffer Felsenpfad, bei den Böotern, Proclus ad Hes. a. a. O.; übh. Weg, Gang, αἰγός, Nic. Ther. 672.

Greek (Liddell-Scott)

ῥόθος: ὁ, ἦχος ὁρμητικός, θόρυβος, πάταγος, ἢ θορυβώδης ἦχος τῶν κυμάτων, ὁ πάταγος τῆς κώπης πληττούσης τὴν θάλασσαν, ἐξ ἑνὸς ῥόθου, μὲ ἓν κτύπημα, δηλ. ἐν τῷ ἅμα, Αἰσχύλ. Πέρσ. 462, πρβλ. κέλευσμα· ποταμοὶ ῥόθῳ φερόμενοι Κλήμ. Ἀλ. 122. 2) ἐπὶ παντὸς συγκεχυμένου, ἀνάρθρου ἤχου, Περσίδος γλώσσης ῥ., ὁ θορυβώδης ἦχος τῆς Περσικῆς (ὅ ἐστι βαρβάρου) γλώσσης, Αισχύλ. Πέρσ. 406. 3) ἐπὶ πάσης ὁρμητικῆς κινήσεως, τῆς δὲ Δίκης ῥόθος ἑλκομένης, ᾗ κ’ ἄνδρες ἄγωσι δωροφάγοι, σκολιαῖς δὲ δίκαις κρίνωσι θέμιστας, «τῆς δὲ δικαιοσύνης ἑλκομένης, καὶ μετατρεπομένης, ᾗ καὶ ὅπου ἄν ἄγωσιν αὐτὴν οἱ δωροφάγοι κριταί, ῥόθος καὶ ἦχος καὶ θόρυβος γίνεται τῶν ἀδικουμένων, δηλονότι ὀδυρομένων καὶ θρηνούντων» (Τζέτζ.), Ἡσ. Ἑργ. κ. Ἡμ. 222· πτερύγων ῥ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 17· αἰγὸς ῥ., αἰγὸς πάτημαπορεία, Νικ. Θηρ. 672. (Κατ’ ὀνοματοποιΐαν ὡς αἱ λέξεις ῥοῖβδος, ῥοῖζος). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥόθον· τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», καὶ «ῥόθῳ ὁρμῇ μετὰ ψόφου». ― Ἴδε Γ. Χατζηδάκι περὶ τοῦ Γλωσσ. Ζητήματος ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, 190.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
bruit de choses qui se heurtent :
1 bruit des vagues;
2 bruit de voix;
3 bond, élan (d’une troupe).
Étymologie: DELG pas d’étym. établie.

English (Slater)

ῥόθος
   1 shout πολὺν ῥθ [ο] ν ἵεσαν ἀπὸ στομ [άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16)

English (Slater)

ῥόθος
   1 shout πολὺν ῥθ [ο] ν ἵεσαν ἀπὸ στομ [άτων] Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις (Pae. 12.16)