ἰατρός: Difference between revisions
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
(21) |
(21) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> médecin;<br /><b>2</b> ἡ [[ἰατρός]], femme qui exerce la médecine {et pas seulement sage-femme}.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[μαῖα]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> médecin;<br /><b>2</b> ἡ [[ἰατρός]], femme qui exerce la médecine {et pas seulement sage-femme}.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[μαῖα]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ῑᾱτρός</b> <br /> <b>1</b> [[healer]] met., [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]] (N. 4.2) | |||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ῑᾱτρός</b> <br /> <b>1</b> [[healer]] met., [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]] (N. 4.2) | |sltr=<b>ῑᾱτρός</b> <br /> <b>1</b> [[healer]] met., [[ἄριστος]] εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων [[ἰατρός]] (N. 4.2) | ||
}} | }} |
Revision as of 14:02, 17 August 2017
English (LSJ)
Ion. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι)
A like ἰατήρ, one who heals, physician or surgeon, Il.16.28, al., Hdt.3.130sq.; ἰητρὸς ἀνήρ Il.11.514; φὼς ἰ. A.Supp.261; ἥρως ἰ., worshipped at Athens and elsewhere, D. 19.249, IG22.840, AB263, etc.; οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι S.Aj.581; ἰατρῶν παῖδες, for ἰατροί, Luc.Hist. Conscr.7; as a name of Apollo, Ar.Av.584 (anap.), Lyc.1207, IPE2.6 (Panticapaeum); ἰ. ὀφθαλμῶν, κεφαλῆς, ὀδόντων Hdt.2.84: as fem., of Artemis, Diog. Trag.1.5; of Aphrodite, Plu.2.143d: pl., of certain Nymphs in Elis, Hsch.; midwife, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B., Hsch. s.v. μαῖα. II metaph., εὐφροσύνα πόνων ἰ. Pi.N.4.2; ὦ θάνατε, . . τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰ. A.Fr.255; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰ. νόσων S.Fr.698; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι A.Pr.380, cf. Ch.699; [ἀτυχίας] Antipho 2.2.13; τῆς πόλεως <κακῶς> βουλευσαμένης Th.6.14; λύπης ἰ. χρόνος Diph.117; τῆς ὕβρεως Ath.14.627e: Comically, βουλιμίας, of a table, Timocl.13.3; γῆς ἰ., of a farmer, Secund.Sent. 16. [ῑᾱ Trag., also Antiph.259, Diph.88, Men.497, etc.: ῐα in [Emp.] 157, E.Fr.1072, Ar.Ec.363, Pl.406, Philem.11, Men.282, etc.: ῑᾱ monosyll., TAM2(1).369.]
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, ion. u. ep. ἰητρός, der Heilende; ἰητρὸς ἀνήρ Il. 11, 514, wie φωτὸς ἰατροῦ χάριν Aesch. Ch. 688; subst., der Arzt, πολυφάρμακοι Il. 16, 28, Aesch. Prom. 471 Soph. Ai. 578; in Prosa, Her. 2, 841 Plat. Rep. III, 406 d; τοὺς σοφοὺς κατὰ σώματα ἰατρούς Theaet. 167 b; Folgende. Uebtr., πόνων Pind. N. 4, 2; τῶν ἀνηκέστων κακῶν Aesch. frg. 227; ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Prom. 378; τῆς πόλεως Thuc. 6, 14; ἀμαθίας Plat. Prot. 357 e; ὅπως ἰατρὸν λαμβάνῃ τῆς ὕβρεως καὶ τῆς ἀκοσμίας τὴν μουσικήν Ath. XIV, 627 e, vgl. Timocl. ib. X, 455 f, – Ἡ ἰατρός, trag. Ath. XIV, 636 a, wie Ἀφροδίτην ἰατρὸν οὖσαν Plut. Conj. praec. p. 424.
Greek (Liddell-Scott)
ἰᾱτρός: Ἰων. ἰητρός, ὁ, (ἰάομαι) ὡς τὸ ἰατήρ, ὁ θεραπεύων ἰατρὸς ἢ χειρουργός (διότι δὲν φαίνεται νὰ ὑπῆρχε διάκρισίς τις μεταξὺ τῶν δύο κλάδων), Ἰλ. Π. 28, κ. ἀλλ., πρβλ. Ἡρόδ. 3. 130, κἑξ.· ἰητρὸς ἀνήρ Ἰλ. Λ. 514· φὼς ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 261· οὐ πρὸς ἰατροῦ σοφοῦ θρηνεῖν ἐπῳδὰς πρὸς τομῶντι πήματι Σοφ. Αἴ. 581· ἰατρῶν παῖδες, ἀντὶ τοῦ ἰατροί, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 7· ὡς ὄνομα τοῦ Ἀπόλλωνος, Ἀριστοφ. Ὄρν. 584, Λυκόφρ. 1207, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2134a· ― ἰ. ὀφθαλμῶν, ὀδόντων, ὀφθαλμιατρός, ὀδοντιατρός, Ἡρόδ. 2. 84· ― ὡσαύτως ὡς θηλ., Διογεν. Τραγ. παρ᾿ Ἀθην. 636Α, Πλούτ. 2. 143D· μαῖα Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 531. 8, «περὶ τὰς τικτούσας ἰατρός» Ἡσύχ. ἐν λ. μαῖα. ΙΙ. μεταφ., ἰατρός πόνων Πινδ, Ν. 4. 3· ὦ θάνατε... τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρὸς Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 244· ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626· ὀργῆς νοσούσης εἰσὶν ἰατροὶ λόγοι Αἰσχύλ. Πρ. 378, πρβλ. Χο. 699· ἀτυχίας Ἀντιφῶν 117. 40· τῆς πόλεως κακῶς βουλευσαμένης Θουκ. 6. 14· λύπης ἰατρὸς χρόνος Δίφιλος ἐν Ἀδήλ. 35· τῆς ὕβρεως Ἀθήν. 627Ε. ῑᾱτρός, ἴδε τὰ ἀνωτέρω παραδείγματα· ῐᾱτρος, μόνον ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 1071, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 363, Ἠλ. 406, ῐητρείη Συλλ. Ἐπιγρ. 3311.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 médecin;
2 ἡ ἰατρός, femme qui exerce la médecine {et pas seulement sage-femme}.
Étymologie: ἰάομαι.
Par. μαῖα.
English (Slater)
ῑᾱτρός
1 healer met., ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.2)
English (Slater)
ῑᾱτρός
1 healer met., ἄριστος εὐφροσύνα πόνων κεκριμένων ἰατρός (N. 4.2)