ἀπατάω: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
(21)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἀπάτη]]), fut. -ησω, aor. ἀπάτησα: [[deceive]].
|auten=([[ἀπάτη]]), fut. -ησω, aor. ἀπάτησα: [[deceive]].
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰπᾰτάω</b> [[pass]]., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[mistaken]] ὢ [[πόποι]], ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων [[οὐκ]] [[ἰδυῖα]] fr. 182.
}}
{{Slater
|sltr=<b>ᾰπᾰτάω</b> [[pass]]., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> be [[mistaken]] ὢ [[πόποι]], ο ἀπατᾶται φροντὶς ἐπαμερίων [[οὐκ]] [[ἰδυῖα]] fr. 182.
}}
}}

Revision as of 14:11, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπᾰτάω Medium diacritics: ἀπατάω Low diacritics: απατάω Capitals: ΑΠΑΤΑΩ
Transliteration A: apatáō Transliteration B: apataō Transliteration C: apatao Beta Code: a)pata/w

English (LSJ)

[ᾰπ], late Ion. ἀπατ-έω Luc.Syr.D.27 (Pass.): impf.

   A ἠπάτων E.El.938, Ion. ἐξ-απάτασκον Orac. in Ar.Pax1070: fut. -ήσω: aor. ἠπάτησα, Ion. ἀπ- Il.9.344, S.Tr.500 (lyr.): pf. ἠπάτηκα Id.Ph. 929:—Pass., fut. ἀπατηθήσομαι Arist.APr.67a38, cf. (ἐξ-) Pl.Cra. 436b, Aeschin.2.123; also in Med. form ἀπατήσομαι Pl.Phdr.262a, (ἐξ-) X.An.7.3.3: aor. ἠπατήθην Pl.Cri.52e: pf. ἠπάτημαι Th.5.46, etc.: (ἀπάτη):—cheat, deceive, Il.19.97, Od.17.139, etc.; cheat one's hopes, Hes.Op.462; οἷ' ἠπάτηκας S.Ph.929; κλέμματα . . ἂ τὸν πολέμιον ἀπατήσας Th.5.9: abs., to be deceptive or fallacious, Arist.Rh. 1376b28:—Pass., to be self-deceived, mistaken, Pi.Fr.182, S.OT594, Pl.Phdr.262a, etc.; ἔγνωκα . . φωτὸς ἠπατημένη S.Aj.807; τί γὰρ οὐκ . . ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; comes not belied by the result? Id.El.170; ἀ. περί τι Arist.Rh.1368b22; περί τινος Id.Sens.442b8; ἀ. ταύτην τὴν ἀπάτην Id.AP0.74a6; also ἀπατᾶσθαι ὡς .. to be deceived into thinking that... Pl.Prt.323a.—The compd. ἐξαπατάω is more common, esp. in Hdt. and Att. Prose; the simple Verb is used in LXX Ge.3.13, al., but not by Plb., and is rare in later Greek, Plu. 2.15d.

German (Pape)

[Seite 281] betrügen, täuschen; Hom. Iliad. 9, 344. 15, 33 Od. 4, 348. 17, 139; δολοφροσύνῃς Iliad. 19, 97; Pind. frg. 175; im pass. Soph. Ai. 794; einzeln in att. Prosa, κλέμματα ἀπατᾶν τινα Thuc. 5, 9, doch seltener als das composit. ἐξαπατάω; – ἀπατᾶσθαι, ὡς, sich trügerischer Weise überreden lassen, etwas zu thun, Plat. Prot. 323 a; ἀπατήσομαι passiv. Phaedr. 262 a. – Sp. sich die Zeit vertreiben, wie fallere tempus. – Med., sich irren, Heliod. – Die Abltg ist zweifelhaft, vgl. Buttmann Lexil. 1, 274.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰτάω: Ἰων. -έω: παρατ. ἠπάτων Εὐρ. Ἠλ. 938, Ἰων. ἐξαπάτεσκον Χρησμ. ἐν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1070: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠπάτησα, Ἰων. ἀπάτησα Ἰλ. Ι. 344. Σοφ. Τρ. 500 (λυρ.): πρκμ. ἠπάτηκα: ― Παθ., μέλλ. ἀπατηθήσομαι Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 21, 9, πρβλ. (ἐξ-) Πλάτ. Κρατ. 436Β, Αἰσχίν.· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσ. τύπω ἀπατήσομαι Πλάτ. Φαίδρ. 262Α, (ἐξ-) Ξεν. Ἀν. 7. 3, 3: ἀόρ. ἠπατήθην Πλάτ.: πρκμ. ἠπάτημαι Θουκ., κτλ.: (ἀπάτη). Ἀπατῶ. Λατ. decipere, Ἰλ. Τ. 97, Ὀδ. Ρ. 139, κτλ.: διαψεύδω τινὸς τὰς ἐλπίδας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 460· οἷ’ ἠπάτηκας Σοφ. Φ. 929· κλέμματα… ἃ τὸν πολέμιον ἀπατήσας (αἰτ. σύστοιχος: κατὰ σημασ.) Θουκ. 5. 9: ― ἀπολ., εἶμαι ἀπατηλός, Ἀριστ. Ρητ. 1.15, 25: ― Παθ., ἀπατῶμαι, σφάλλομαι, Σοφ. Ο. Τ. 594· ἔγνωκα… φωτὸς ἠπατημένη ὁ αὐτ. Αἴ. 807. κτλ.· τί γὰρ οὐκ ἐμοὶ ἔρχεται ἀγγελίας ἀπατώμενον; τί ἀγγελία μοὶ ἔρχεται ἥτις νὰ μὴ εἶναι ἀπατηλή; ὁ αὐτ. Ἠλ. 170, ἔνθα ἴδε Jebb: οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ.· ἀπ. περί τι Ἀριστ. Ρητ. 1. 10, 4· περί τινος ὁ αὐτ. π. Αἰσθ. 4. 21· ἀπ. ταύτην τὴν ἀπάτην ὁ αὐτ. Ἀν. Ὕστ. 1. 5, 1. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως, ἀπατᾶσθαι, ὡς.., σφάλλεσθαι ἐν τῷ νομίζειν ὅτι.., Πλάτ. Πρωτ. 323Α: ― Τὸ σύνθ. ἐξαπατάω εἶναι συνηθέστερον ἰδίως παρ’ Ἡροδότῳ καὶ τοῦς πεζοῖς Ἀττ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἠπάτων, f. ἀπατήσω, ao. ἠπάτησα, pf. ἠπάτηκα;
Pass. f. ἀπατηθήσομαι, ao. ἠπατήθην, pf. ἠπάτημαι;
1 tromper, décevoir : τινά τι qqn par qqe ruse ; abs. être trompeur;
2 Pass. être trompé ; se tromper : τινος sur le compte de qqn, sel. d’autres être trompé par qqn ; περί τι sur qch.
Étymologie: ἀπάτη.

English (Autenrieth)

(ἀπάτη), fut. -ησω, aor. ἀπάτησα: deceive.