δαίομαι: Difference between revisions
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> [[δάσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐδασάμην]], <i>pf.</i> δέδασμαι;<br /><b>1</b> diviser, partager;<br /><b>2</b> distribuer : [[κρέα]] μνηστῆρσι OD des viandes aux prétendants;<br /><b>3</b> <i>avec idée de violence</i> partager (pour soi) par la force ; arracher ; <i>p. suite en parl. d’animaux</i> dévorer (une proie).<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser. | |btext=<i>f.</i> [[δάσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐδασάμην]], <i>pf.</i> δέδασμαι;<br /><b>1</b> diviser, partager;<br /><b>2</b> distribuer : [[κρέα]] μνηστῆρσι OD des viandes aux prétendants;<br /><b>3</b> <i>avec idée de violence</i> partager (pour soi) par la force ; arracher ; <i>p. suite en parl. d’animaux</i> dévorer (une proie).<br />'''Étymologie:''' R. Δα, diviser. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:12, 17 August 2017
German (Pape)
[Seite 518] theilen; verwandt δαΐζω, δατέομαι, δαιτρός, δαίνυμι, δαιτυμών, δαίς, δαίτη, δαιτύς; δαίομαι ist entstanden aus δαΊ-ομαι, Wurzel δα; also dem Ursprunge nach durchaus verschieden von δαίω »brennen«, dessen Wurzel δαF ist. Das activ. von δαίομαι »theilen« ist nicht gebräuchlich; δαίομαι findet sich: – 1) als medium, = theilen, vertheilen: Odyss. 17, 332 δίφρον, ἔνθα τε δαιτρὸς ἐφίζεσκε κρέα πολλὰ δαιόμενος μνηστῆρσι; 15, 140 πὰρ δὲ Βοηθοίδης κρέα δαίετο καὶ νέμε μοίρας. – Dazu futur. δάσομαι (δάσσομαι), entstanden aus δα'τσομαι, von δα'τομαι = δατέομαι, δατο'Σ; aorist. ἐδασάμην (ἐδασσάμην); Odyss. 2, 368 τάδε δ' αὐτοὶ πάντα δάσονται; 6, 10 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε θεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας; 9, 42 ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες δασσάμεθ', ὡς μή τίς μοι ἀτεμβόμενος κίοι ἴσης; 19, 423 ὤπτησάν τε περιφραδέως, δάσσαντό τε μοίρας; 17, 30 εἴ κεν ἐμὲ μνηστῆρες ἀγήνορες ἐν μεγάροισιν λάθρῃ κτείναντες πατρώια πάντα δάσωνται; 2, 335 κτήματα γάρ κεν πάντα δασαίμεθα; Iliad. 18, 511 δίχα δέ σφισιν ἥνδανε βουλή, ἠὲ διαπραθέειν ἢ ἄνδιχα πάντα δάσασθαι, κτῆσιν ὅσην πτολίεθρον ἐπήρατον ἐντὸς ἐέργοι; Odyss. 20, 216 μεμάασι γὰρ ἤδη κτήματα δάσσασθαι δὴν οἰχομένοιο ἄνακτος; 3, 66 μοίρας δασσάμενοι δαίνυντ' ἐρικυδέα δαῐτα; Pind. P. 4, 148 οὐ πρέπει νὼ χαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν μεγάλαν προγόνων τιμὰν δάσασθαι; Xen. Cyr. 4, 2, 43 τὸ νεῖμαι τὰ χρήματα Μήδοις – ἐπιτρέψαι, καί, ἤν τι μεῖον ἡμῖν δάσωνται, κέρδος ἡγεῐσθαι. – Auch = zerfleischen, verzehren: Iliad. 23, 21 Ἕκτορα δεῦρ' ἐρύσας δώσειν κυσὶν ὠμὰ δάσασθαι; Odyss. 18, 87; Eur. Troad. 450; ἀμβροσίη, ὲν δαίονται θεοί, essen, Matro bei Athen. 4, 136 b. Vgl. δατέομαι, δαίνυμαι. – 2) als passivum, = getheilt werden: Odyss. 9, 551 ἀρνειὸν δ' ἐμοὶ οἴῳ ἐυκνήμιδες ἑταῖροι μήλων δαιομένων δόσαν ἔξοχα; – Odyss. 1, 48 ἀλλά μοι ἀμφ' Ὀδυσῆι δαΐφρονι δαίεται ἦτορ, δυσμόρῳ, das Herz wird mir zerrissen, Scholl. δαίεται: διακόπτεται. τὸ γὰρ καίεται ἐπὶ ἐρώσης, vgl. Sengebusch Aristonic. p. 30; Apoll. Rh. 3, 661 ἡ δ' ἔνδοθι δαιομένη περ σῖγα μάλα κλαίει χῆρον λέχος εἰσορόωσα; Opp. Hal. 4, 200. – Dazu perfectum; Iliad. 1, 125 ἀλλὰ τὰ μὲν πολίων ἐξεπ ράθομεν, τὰ δέδασται, ist vertheilt; Odyss. 15, 412 ἔνθα δύω πόλιες, δίχα δέ σφισι πάντα δέδασται; Iliad. 15, 189 τριχθὰ δὲ πάντα δέδασται ; Odyss. 1, 23 Αἰθίοπας τοὶ διχθὰ δεδαίαται, sie sind getheilt; Herodot. 2, 84 ἡ ἰητρικὴ κατὰ τάδε σφι δέδασται; Eur. Herc. fur. 1329 πανταχοῦ δέ μοι χθονὸς τεμένη δέδασται.
French (Bailly abrégé)
f. δάσομαι, ao. ἐδασάμην, pf. δέδασμαι;
1 diviser, partager;
2 distribuer : κρέα μνηστῆρσι OD des viandes aux prétendants;
3 avec idée de violence partager (pour soi) par la force ; arracher ; p. suite en parl. d’animaux dévorer (une proie).
Étymologie: R. Δα, diviser.