ἀοίδιμος: Difference between revisions
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[subject]] of [[song]], pl. ([[with]] [[bad]] [[sense]] [[from]] the context), Il. 6.358†. | |auten=[[subject]] of [[song]], pl. ([[with]] [[bad]] [[sense]] [[from]] the context), Il. 6.358†. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>ᾰοίδιμος, -ον</b> <br /> <b>a</b> of [[song]] ἐγὼ [[τόδε]] [[τοι]] [[πέμπω]] μεμιγμένον [[μέλι]] λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με [[δέξαι]] χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6) <br /> <b>b</b> [[renowned]] in [[song]] ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ [[Ἀθᾶναι]] fr. 76. 1. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:29, 17 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sung of, famous in song or story, Hdt.2.79,135, Pi.P.8.59, etc.; προφάταν Id.Pae.6.6; from Pi. (Fr.76) downwds. a favourite epith. of Athens; ἀ. πόμα a glorious draught, Id.N.3.79, etc.; ἀ. εὐνομίῃσιν famous for his justice, IG7.94 (Nisaea), cf. Luc.Tim.38, App.BC2.82, etc.: Sup., Plu.Ant.34:—only once in Hom., and in bad sense, notorious, infamous, ὡς . . ἀνθρώποισι πελώμεθ' ἀοίδιμοι Il.6.358. II won by song, ἄγρα, of the Sphinx's victims, E.El.471 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 272] ον, besungen, VLL. ἀεἰμνηστος, διαβόητος; berühmt, H. h. Ap. 299; Pind. öfter, γᾶς ὄμφαλος P. 8, 62; Athen heißt so frg. 46, u. oft bei Sp.; κλέος Ep. ad. 582 (App. 271); ἀοίδιμος ἔργοις Schol. Aristot. 1, 20; Her. 2, 79. 185; Luc. Nigr. 8 ἀοίδιμοι Δελφοὶ γίγνονται, u. a. Sp.; D. Hal. 1, 4. 2, 66; – übel berüchtigt, Il. 6, 358.
Greek (Liddell-Scott)
ἀοίδιμος: -ον, ὁ ᾀδόμενος, οὗ τὸ ὄνομα ἀποτελεῖ θέμα ᾠδῆς, ὁ πεφημισμένος, Ἡρόδ. 2.79, 135, Πινδ. Π. 8. 85, κλ.: - ἀπό τοῦ Πινδ. (Ἀπόσπ. 46) καὶ ἑξῆς ἡ λέξις αὕτη χρησιμεύει ὡς ἕν ἐκ τῶν προσφιλεστάτων ἐπιθέτων τῶν Ἀθηνῶν, ὡς τὸ λιπαραί, Οὐϋττεμβ. Ἐπιστ. Κριτ. σ. 144· ἀοίδιμον πόμα, θαυμάσιον ποτόν, Πινδ. Ν. 3. 136· ἀοίδιμος εὐνομίῃσιν, περίφημος ἐπὶ δικαιοσύνῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1080· ἀ. αἰὲν ὁρᾶσθαι Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 1069: - μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, διαβόητος, ὡς καὶ ὀπίσω ἀνθρώποισι πελώμεθ’ ἀοίδιμοι Ἰλ. Ζ. 358.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 chanté ou digne d’être chanté;
2 obtenu au moyen d’un chant;
3 décrié.
Étymologie: ἀείδω.
English (Autenrieth)
subject of song, pl. (with bad sense from the context), Il. 6.358†.
English (Slater)
ᾰοίδιμος, -ον
a of song ἐγὼ τόδε τοι πέμπω μεμιγμένον μέλι λευκῷ σὺν γάλακτι πόμ' ἀοίδιμον Αἰολίσσιν ἐν πνοαῖσιν αὐλῶν (N. 3.79) ἐν ζαθέῳ με δέξαι χρόνῳ ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (ἀοιδίμων Π̆{S}.) (Pae. 6.6)
b renowned in song ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομένου (O. 14.3) γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (P. 8.59) ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 1.