τάλας: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
(SL_2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=voc. [[τάλαν]] ([[root]] ταλ): foolhardy, [[wretch]], Od. 18.327 and Od. 19.68. Cf. [[σχέτλιος]]. | |auten=voc. [[τάλαν]] ([[root]] ταλ): foolhardy, [[wretch]], Od. 18.327 and Od. 19.68. Cf. [[σχέτλιος]]. | ||
}} | |||
{{Slater | |||
|sltr=<b>τᾰλας</b> <br /> <b>1</b> [[wretched]] ὦ [[τάλας]] ἐφάμερε fr. 157. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:42, 17 August 2017
English (LSJ)
(v. sub fin.), τάλαινα, τάλαν (fem.
A τάλας Ar.Th.1038): gen. ᾰνος, αίνης, ανος, also dat. τάλαντι Hippon.12: voc. τάλαν, masc. in Od.18.327, 19.68, Thgn.512, etc., fem. in Ar.Ra.559, al. (Adv. acc. to A.D.Adv.160.11, Hdn.Gr.2.12, al.): Aeol. nom. τάλαις Choerob.in Theod.1.126 H.: (Τλάω):—suffering, wretched, ξεῖνε τάλαν Od.18.327, etc.; ὦ τάλας ἐγώ S.OC1338,1401, Aj.981; ὦ τάλαιν' ἐγώ A.Ch.743; ὦ τάλαν S.Ph.1196 (lyr.): c. gen. causae, οἲ γὼ τάλαινα συμφορᾶς κακῆς A.Pers.445, cf. 517; τάλαιν' ἐγὼ τῆς ὕβρεος Ar.Pl.1044: sts. in bad sense, τάλαν wretch! Od.19.68: but in Com., τάλαινα poor dear! as a sort of coaxing address, Ar.Lys.910,914; so ὦ τάλαινα Id.Ec.242. 2 in Trag. also of things, sorry, wretched, μόχθοι A.Ch.1069 (anap.); παρακοπά Id.Ag.223 (lyr.); πάθος Id.Th.988 (lyr.); νηδύς S.OC1263; αὔλιον Id.Ph.1088 (lyr.); συμφορά, νόσος, Id.El.1179, Tr.1084; ἔρις, φυγά, E.Hel.248 (lyr.), Ph.1710 (lyr.): Sup. τᾰλάντατος, η, ον, Ar. Pl.684, 1046, 1060, Pl.Cra.395e.--Poet. word, used by X.Cyr.4.6.5, Ph.2.239, Arr.Epict.2.16.20, Plu.Ant.79, al., Luc.DMeretr.10.3. II Τάλας, ὁ, a constellation (θεός τις κατακέφαλα κείμενος) rising with Sagittarius, Cat.Cod.Astr.7.207. [τᾰλᾱς A.Pr.158 (anap.), S. (v. supr.), Ar.Ach.163,1192, Pax79, Av.1494, Pl.930; Dor. also τᾰλᾰς Theoc.2.4, AP9.378 (Pall.): voc. τάλᾰν Thgn.512, S.Ph.1196 (lyr.), Ar.Ec.658,1005 (both anap.).]
Greek (Liddell-Scott)
τάλᾱς: τάλαινα, τάλαν, (ὡς τὸ μέλας, ἀλλὰ θηλ. τάλας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1038), γεν. -ᾰνος, -αίνης, -ανος, ὡσαύτως τάλαντος Ἱππῶναξ 7· κλητ. τάλαν ὡς ἀρσ. ἐν Ὀδ. Σ. 327, Τ. 68, Θεόγν., κλπ. (ἴδε ἐν τέλ.), καὶ θηλ. ἀντὶ τάλαινα, Εὐρ. Μήδ. 1057, Ἀριστοφ. Βάτρ. 559, κ. ἀλλ.· (*τλάω)· - ὡς τὸ τλήμων, ὁ ὑποφέρων, πάσχων, κακοπαθῶν, δυστυχής, ταλαίπωρος, ἐλεεινός, Λατ. miser, ξεῖνε τάλαν Ὀδ. Σ. 327, καὶ Τραγ. μάλιστα ἐν τῇ κλητ., ὦ τάλας ἐγὼ Σοφ. Ο. Κ. 1338, 1401, Αἴ. 981· ὦ τάλαιν’ ἐγὼ Αἰσχύλ. Χο. 743· ὦ τάλαν Σοφ. Φιλ. 1196· κλπ.· - μετὰ γεν. τῆς αἰτίας, οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς Αἰσχύλ. Πέρσ. 445, πρβλ. 517· τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως Ἀριστοφ. Πλ. 1044· - ἐνίοτε καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, τάλαν, ἄθλιε! Ὀδ. Τ. 68· ἀλλὰ παρὰ τοῖς Κωμ., τάλαν, κακόμοιρε, εἶδος συμπαθοῦς καὶ θωπευτικῆς ἐκφράσεως, Ἀριστοφ. Λυσ. 910, 914· οὕτως ὦ τάλαινα ὁ αὐτ. ἐν Ἐκκλ. 242. 2) παρὰ τοῖς Τραγ. καὶ ἐπὶ πραγμάτων, ἄθλιος, ἐλεεινός, μόχθοι Αἰσχύλ. Χο. 1069· ἀρὰ ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 695· παρακοπὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 223· πάθος ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 983· νηδὺς Σοφ. Ο. Κ. 1263· αὔλιον ὁ αὐτ. ἐν Φ. 1088· συμφορά, νόσος ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1179, Τρ. 1084· ἔρις, φυγὴ Εὐρ. Ἑλ. 248, Φοίν. 1710. Συγκρ. τᾰλάντερος, α, ον (;)· ὑπερθετ. τᾰλάντατος, η, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 684, 1046, 1060, Πλάτ. Κρατ. 395Ε. Ποιητικὴ λέξις ἐν χρήσει παρὰ Ξεν. Κύρ. 4. 6, 5, Λουκ. [τᾰλᾱς Αἰσχύλ. Πρ. 158, Σοφ. (ἴδε ἀνωτ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 163, 1192, Εἰρ. 79, Ὄρν. 1494, Πλ. 930 Δωρ. ὡσαύτως τᾰλᾰς Θεόκρ. 2. 4· ἡ κλητ. εἶναι τάλᾰν παρὰ Θεόγν. 512, Σοφ. Φιλ. 1196, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 658, 1005]. - Ἴδε Κόβητον ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου σελ. 270.
French (Bailly abrégé)
τάλαινα ou poét. τάλας, τάλαν;
gén. τάλανος, ταλαίνης, τάλανος ; voc. τάλαν, τάλαινα, τάλαν;
1 qui supporte des maux, malheureux, infortuné ; avec un gén. : οἲ ’γὼ τάλαινα ξυμφορᾶς κακῆς ESCHL malheureuse que je suis ! quel funeste événement ! τάλαιν’ ἐγὼ τῆς ὕβρεως AR malheureuse ! quel outrage je subis ! en mauv. part τάλαν OD misérable !;
2 en parl. de choses pénible, affligeant;
Sp. ταλάντατος.
Étymologie: τλῆναι.
English (Autenrieth)
voc. τάλαν (root ταλ): foolhardy, wretch, Od. 18.327 and Od. 19.68. Cf. σχέτλιος.