ἀδίκημα: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(Bailly1_1) |
(big3_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />injustice, tort, faute ; [[ἐν]] ἀδικήματι [[θέσθαι]] [[τι]] <i>ou</i> [[θεῖναι]] [[τι]] faire un crime de qch (à qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἀδικέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />injustice, tort, faute ; [[ἐν]] ἀδικήματι [[θέσθαι]] [[τι]] <i>ou</i> [[θεῖναι]] [[τι]] faire un crime de qch (à qqn).<br />'''Étymologie:''' [[ἀδικέω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[acto contra la ley]], [[crimen]], [[delito]] Hdt.1.100, Pl.<i>R</i>.409a, <i>Lg</i>.860e, Ar.<i>V</i>.839, Arist.<i>Rh</i>.1373<sup>b</sup>21, Call.<i>Epigr</i>.42.6, D.C.48.17.2<br /><b class="num">•</b>cometido voluntariamente, Arist.<i>EN</i> 1135<sup>b</sup>20, 1135<sup>a</sup>19, <i>Rh</i>.1374<sup>b</sup>8, <i>UPZ</i> 112.3.1 (III a.C.), Chrysipp.<i>Stoic</i>.3.176<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἀ. τῶν νόμων delito contra las leyes</i> D.21.225, εἴς τι D.37.58, περὶ τὴν τροφήν Plu.2.159c, ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι Hyp.<i>Euc</i>.26.<br /><b class="num">2</b> [[daño causado]] οὐ σμικρὰ ... τἀδικήματα Antipho Soph.B44.col.2.15, cf. <i>PTeb</i>.803.6 (II a.C.), <i>PWisc</i>.33.11 (II d.C.)<br /><b class="num">•</b>[[ofensas]], [[maltrato físico]], <i>PFay</i>.12.7 (II a.C.), Ign.<i>Rom</i>.5.1<br /><b class="num">•</b>esp. en historiadores [[ofensa]], [[acto agresivo]] que conduce a situaciones de guerra τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt.1.2, ξύμμαχόν τε οὐδένα βουλόμενοι πρὸς τἀδικήματα οὐδὲ μάρτυρα ἔχειν Th.1.37, κατὰ Ζακανθαίους ἀ. agresión contra Sagunto</i> Plb.3.8.1, ἐν ἀδικήματι θήσονται lo tomarán como ofensa</i> Th.1.35, ἀ. θεῖναί τι D.14.37, cf. Plb.5.67.5.<br /><b class="num">3</b> [[error]] Plb.9.26a.7, Aen.Tact.10.19.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[producto de una falta o acto contra la moral]] ἀδίκημά του γυναικὸς ἐγενόμην ἴσως quizá nací por el pecado de una mujer</i> E.<i>Io</i> 325<br /><b class="num">•</b>[[pecado]] ἐξ ἰδίων ἀδικήματων ἐπετιμήθη <i>Apoc.En</i>.98.5, cf. 7.<br /><b class="num">2</b> [[producto de la injusticia]], [[bienes conseguidos por medios ilícitos]] θυτέον ἀπὸ τῶν ἀδικημάτων hay que hacer sacrificios a base del producto de la injusticia</i> Pl.<i>R</i>.365e, cf. <i>Lg</i>.906d. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:46, 21 August 2017
English (LSJ)
ατος, τό, (ἀδικέω)
A wrong done, Hdt.1.2,100, etc.: properly, intentional wrong, opp. ἁμάρτημα and ἀτύχημα, Arist.EN 1135b20 sq., Rh.1374b8; ἀ. ὥρισται τῷ ἑκουσίῳ Id.EN1135a19: c. gen., wrong done to... ἀ. τῶν νόμων D.21.225: also ἀ. πρός τινα Arist.Rh.1373b21; ἀ. εἴς τι D.37.58; περί τι Plu.2.159c:—ἐν ἀδικήματι θέσθαι to consider as a wrong, Th.1.35; ἀ. θεῖναί τι D.14.37; ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀ. εἶναι Hyp.Eux.20. 2 error of judgement, dub. in Plb.9.20a.7. II that which is got by wrong, ill gotten goods, Pl.R.365e, Lg.906d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδίκημα: -ατος, τό, (ἀδικέω) κακόν τι πραχθέν, ἀδίκημα, βλάβη, Λατ. injuria, Ἡροδ. 1. 2, 100, καὶ ἀλλ. καὶ Ἀττ: - κυρίως = ἀδίκημα ἑκούσιον καὶ μεμελετημένονϏ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἁμάρτημα καὶ ἀτύχημα, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7. κἑξ., Ρητ. 1. 13, 16˙ ἀδ. διώρισται τῷ ἑκουσίῳ, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 5. 8, 2˙ πρβλ. ἀδικέω ἐν ἀρχῇ: - μ. γεν. = βλάβη προξενηθεῖσα εἴς τινα, ἀδ. τῶν νόμων, Δημ. 586. 11˙ ὡσαύτως: ἀδ. πρός τινα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 3. ἀδ. εἴς τι, Δημ. 983, 25˙ περί τι, Πλούτ. 2. 569C: - ἐν ἀδικήματι θέσθαι, τὸ θεωρεῖν, νομίζειν τι ὡς ἀδίκημα, Θουκ. 1. 35˙ ὡσαύτ. ἀδίκημα θεῖναί τι, Δημ. 188. 19˙ ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι, Ὑπερείδ. ὑπὲρ Εὐξεν. 36. ΙΙ. τὸ δι’ ἀδικίας ληφθὲν = κακῶς κτηθέντα ἀγαθά, Πλάτ. Πολ. 365 Ε, Νόμ. 906D.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
injustice, tort, faute ; ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι ou θεῖναι τι faire un crime de qch (à qqn).
Étymologie: ἀδικέω.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
I 1acto contra la ley, crimen, delito Hdt.1.100, Pl.R.409a, Lg.860e, Ar.V.839, Arist.Rh.1373b21, Call.Epigr.42.6, D.C.48.17.2
•cometido voluntariamente, Arist.EN 1135b20, 1135a19, Rh.1374b8, UPZ 112.3.1 (III a.C.), Chrysipp.Stoic.3.176
•c. gen. ἀ. τῶν νόμων delito contra las leyes D.21.225, εἴς τι D.37.58, περὶ τὴν τροφήν Plu.2.159c, ψηφίζεσθαί τι ἐν ἀδικήματι εἶναι Hyp.Euc.26.
2 daño causado οὐ σμικρὰ ... τἀδικήματα Antipho Soph.B44.col.2.15, cf. PTeb.803.6 (II a.C.), PWisc.33.11 (II d.C.)
•ofensas, maltrato físico, PFay.12.7 (II a.C.), Ign.Rom.5.1
•esp. en historiadores ofensa, acto agresivo que conduce a situaciones de guerra τῶν ἀδικημάτων πρῶτον τοῦτο ἄρξαι Hdt.1.2, ξύμμαχόν τε οὐδένα βουλόμενοι πρὸς τἀδικήματα οὐδὲ μάρτυρα ἔχειν Th.1.37, κατὰ Ζακανθαίους ἀ. agresión contra Sagunto Plb.3.8.1, ἐν ἀδικήματι θήσονται lo tomarán como ofensa Th.1.35, ἀ. θεῖναί τι D.14.37, cf. Plb.5.67.5.
3 error Plb.9.26a.7, Aen.Tact.10.19.
II 1producto de una falta o acto contra la moral ἀδίκημά του γυναικὸς ἐγενόμην ἴσως quizá nací por el pecado de una mujer E.Io 325
•pecado ἐξ ἰδίων ἀδικήματων ἐπετιμήθη Apoc.En.98.5, cf. 7.
2 producto de la injusticia, bienes conseguidos por medios ilícitos θυτέον ἀπὸ τῶν ἀδικημάτων hay que hacer sacrificios a base del producto de la injusticia Pl.R.365e, cf. Lg.906d.