ἀσελγής: Difference between revisions
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
(Bailly1_1) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> grossier, violent;<br /><b>2</b> licencieux, impudique;<br /><i>Cp.</i> ἀσελγέστερος, <i>Sp.</i> ἀσελγέστατος.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., [[θέλγω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> grossier, violent;<br /><b>2</b> licencieux, impudique;<br /><i>Cp.</i> ἀσελγέστερος, <i>Sp.</i> ἀσελγέστατος.<br />'''Étymologie:''' DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., [[θέλγω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>de fenómenos naturales [[violento]] [[ἄνεμος]] Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.<br /><b class="num">2</b> de pers. y abstr. en rel. c. la conducta [[insolente]] ἀ. ὢν καὶ [[βίαιος]] Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ [[βίαιος]] ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, [[βλασφημία]] Plu.<i>Them</i>.21, λοιδορία Philostr.<i>VS</i> 491<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. sup. como adv., Hyp.<i>Eux</i>.29, Philostr.<i>VA</i> 3.20<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[persona insolente]] τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.<i>VS</i> 620.<br /><b class="num">3</b> [[depravado]], [[licencioso]] οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c<br /><b class="num">•</b>[[impúdico]] [[γυνή]] Hierocl.<i>Facet</i>.244, cf. D.P.<i>Au</i>.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.<i>Seleuc</i>.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.<i>Seleuc</i>.87<br /><b class="num">•</b>de abstr. [[βίος]] Ph.1.255.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[insolente]], [[abusivamente]] de unos hijos παρανόμως καὶ ἀ. ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀ. οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀ. D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀ. παρὰ φύσιν D.Chr.2.73<br /><b class="num">•</b>[[excesivamente]] ὑβριστής εἰμι καὶ [[βίαιος]] καὶ λίαν ἀ. διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.<i>Pl</i>.560.<br /><b class="num">2</b> [[depravadamente]] καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀ. ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *<i>n̥</i>-. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
ές,
A licentious, wanton, brutal, And.4.40 (Sup.), D.2.19 (Comp.); εἰς ἔμ' ἀ. καὶ βίαιος Id.21.128, cf. Is.8.43; σκῶμμα Eup.244: generally, outrageous, ἄνεμος Id.320. Adv. -γῶς, πίονες extravagantly fat, Ar.Pl.560; ἀ. ζῆν D.36.45; ἀ. διακείμενος Lys.24.15; ἀ. τινὶ χρῆσθαι D.9.35. II lascivious, lewd, Jul.Caes.315c.
German (Pape)
[Seite 369] ές (wird von den Alten von. Σέλγη, einer pisidischen Stadt, abgeleitet, vgl. θέλγω, schwelgen), ausgelassen, σκῶμμα Eupol. Ath. VI, 237 a; ausschweifend, wollüstig, auch frech u. übermüthig, = ὑβρίζων, Dem. 24, 143; Pol. 8, 12, 9; gew. von Männern; von Weibern erst Sp., wie Luc. u. Plut. – Nach B. A. 451 = σφοδρός, βίαιος, πνῖγος, Phereer.; ἄνεμος Eupol. Poll. 1, 111. – Am häufigsten im adv., ἀσελγῶς, πίονες Ar. Plut. 560; διακεῖσθαι Lys. 24, 15; = παρανόμως Is. 10, 11; καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 59, 30; καὶ προπετῶς χρῆσθαι αὐτῷ ibid. 33; προπηλακίζεσθαι ibid. 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσελγής: -ές, ἀκόλαστος, αἰσχρός, κτηνώδης, Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· μετὰ τοῦ, βίαιος, εἰ μὲν τοίνυν... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ βίαιος ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· καθόλου, βίαιος, σφοδρός, ἄνεμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. λάγνος, μάχλος, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ θέλγω, κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σαλάκων).
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 grossier, violent;
2 licencieux, impudique;
Cp. ἀσελγέστερος, Sp. ἀσελγέστατος.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., θέλγω.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de fenómenos naturales violento ἄνεμος Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.
2 de pers. y abstr. en rel. c. la conducta insolente ἀ. ὢν καὶ βίαιος Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ βίαιος ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, βλασφημία Plu.Them.21, λοιδορία Philostr.VS 491
•neutr. plu. sup. como adv., Hyp.Eux.29, Philostr.VA 3.20
•subst. ὁ ἀ. persona insolente τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.VS 620.
3 depravado, licencioso οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c
•impúdico γυνή Hierocl.Facet.244, cf. D.P.Au.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.Seleuc.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.Seleuc.87
•de abstr. βίος Ph.1.255.
II adv. -ῶς
1 insolente, abusivamente de unos hijos παρανόμως καὶ ἀ. ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀ. οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀ. D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀ. παρὰ φύσιν D.Chr.2.73
•excesivamente ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀ. διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.Pl.560.
2 depravadamente καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀ. ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.
• Etimología: Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *n̥-.