ἀστερωπός: Difference between revisions
τὸ ζῷον τοῦτο οὐ μονῆρες καὶ αὐθέκαστον, ἀλλὰ κοινωνικὸν καὶ πολιτικόν → this animal is not solitary and self-sufficient, but social and political
(Bailly1_1) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />brillant comme une étoile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]], [[ὤψ]]. | |btext=ός, όν :<br />brillant comme une étoile.<br />'''Étymologie:''' [[ἀστήρ]], [[ὤψ]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">1</b> [[brillante como una estrella]] οὔτ' ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης A.<i>Fr</i>.170, de Hipomedonte, E.<i>Ph</i>.129.<br /><b class="num">2</b> [[estrellado]] νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας E.<i>Hipp</i>.850, [[αἰθήρ]] E.<i>Io</i> 1078, ἀ. οὐρανοῦ [[δέμας]] Critias <i>Fr.Trag</i>.19.33, Ὄλυμπος <i>Lyr.Adesp</i>.18.12. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
όν,
A star-faced, star-like, bright-shining, ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170; νυκτὸς ἀ. σέλας E.Hipp.851 (lyr.), cf. Ph.129 (lyr.). II star-eyed, starry, αἰθήρ E.Ion 1078 (lyr.); ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias 25.33D.
German (Pape)
[Seite 375] mit Sternenblick, ὄμμα Aesch. frg. 159; αἰθήρ Eur. Ion 1078; σελάνα Hipp. 851; vgl. Phoen. 131.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστερωπός: -όν, ἀστεροειδής, ὅμοιος ἀστέρι, λαμπρός, οὔτ’ ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 169˙ σελήνη Εὐρ. Ἱππ. 851, ὅπου ὅμως, ὡς ἐν Φοιν. 129, ὁ τύπος ἀστρωπός (διατηρηθεὶς ἐν χειρογρ. Ἡρ. Μαιν. 406) ἀναγιγνώσκεται χάριν τοῦ μέτρου ὑπὸ τοῦ Δινδ. ΙΙ. ὁ ἔχων ἀστέρας ὡς ὀφθαλμούς, κατάστερος, αἰθήρ Εὐρ. Ἴων 1079.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
brillant comme une étoile.
Étymologie: ἀστήρ, ὤψ.
Spanish (DGE)
-όν
1 brillante como una estrella οὔτ' ἀστερωπὸν ὄμμα Λητῴας κόρης A.Fr.170, de Hipomedonte, E.Ph.129.
2 estrellado νυκτὸς ἀστερωπὸν σέλας E.Hipp.850, αἰθήρ E.Io 1078, ἀ. οὐρανοῦ δέμας Critias Fr.Trag.19.33, Ὄλυμπος Lyr.Adesp.18.12.