αὐαίνω: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(Autenrieth) |
(big3_7) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=([[αὔω]]): only aor. [[pass]]. [[part]]. αὐανθέν, [[when]] it [[was]] [[dry]], Od. 9.321†. | |auten=([[αὔω]]): only aor. [[pass]]. [[part]]. αὐανθέν, [[when]] it [[was]] [[dry]], Od. 9.321†. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">• Morfología:</b> [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]<br /><b class="num">I</b> en v. act.<br /><b class="num">1</b> gener. [[secar]] (ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιον Hdt.1.200.<br /><b class="num">2</b> fig. [[marchitar]] αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμενα marchita las nacientes flores del infortunio</i> Sol.3.35<br /><b class="num">•</b>de pers. [[consumir]], [[agotar]] αὐανῶ βίον S.<i>El</i>.819.<br /><b class="num">II</b> intr. en v. med.-pas.<br /><b class="num">1</b> [[secarse]] (ῥόπαλον) αὐανθέν <i>Od</i>.9.321, αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳ en contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3, ὑγρὸν αὐαίνεται Heraclit.B 126, σκύλος <i>Meropis</i> 6.2, αὐανθεὶς πυθμήν A.<i>Ch</i>.260, ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃ Hp.<i>Nat.Puer</i>.17, cf. <i>Mul</i>.1.17<br /><b class="num">•</b>de plantas [[marchitarse]], [[agostarse]] ὑπὸ τοῦ καύματος X.<i>Oec</i>.16.14, διὰ ξηρότητα X.<i>Oec</i>.19.11, πεύκη καὶ [[ἐλάτη]] ... αὐαίνονται Thphr.<i>HP</i> 3.7.1, cf. <i>CP</i> 3.10.8, ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρός Plot.4.4.32, ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδρα D.C.<i>Epit</i>.8.6.16, σταφυλή Q.S.11.148.<br /><b class="num">2</b> fig. de pers. [[consumirse]] αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος S.<i>Ph</i>.954, ἠυαινόμην θεώμενος Ar.<i>Fr</i>.660, ὁ ἐραστὴς ὁ [[ἄρρην]] αὐαίνεται Ach.Tat.1.17.4<br /><b class="num">•</b>c. ac. de rel. ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηται Q.S.10.278.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> v. [[αὖος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:18, 21 August 2017
English (LSJ)
Att. αὑ- (cf. ἀφ-, ἐπαφ-αυαίνω), impf. (καθ-) αύαινον Luc. Am.12: fut.
A αὐανῶ S.El.819: aor. ηὔηνα or αὔ- Hdt.4.172, inf. αὐῆναι Hp.Mul.1.84, part. αὐήνας Id.Morb.3.17:—Pass., impf. Ar. Fr.613: aor. ηὐάνθην or αὐ- (v. infr.), ἐξ- Hdt.4.151: fut. αὐανθή-σομαι (cf. ἀφ-):—but also Med. αὐανοῦμαι in pass. sense, S.Ph. 954: Mss. and editors differ with regard to the augm.: (v. αὔω):— dry, αὐανθέν (of a log of wood) Od.9.321; αὐ. ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Hdt.1.200, 2.77, cf. 92,4.172; αὐαίνεσθαι ὑπὸ τοῦ καύματος, διὰ ξηρότητα, X. Oec.16.14, 19.11, cf. An.2.3.16, etc. 2 wither, Thphr.HP3.7.1 (Pass.): metaph., εὐνομίη αὐαίνει ἄτης ἄνθεα Sol.4.36; αὐανθεὶς πυθμήν A.Ch.260; αὐανῶ βίον I shall waste life away, pine away, S.El.819: αὐανοῦμαι I shall wither away, Id.Ph.954; ηὑαινόμην θεώμενος Ar.Fr. 613. II intr., to be dry, μήτε ὑγραὶ μήτε λίαν αὐαίνουσαι Hp.Mul. 1.17.—The Act. is comparatively rare, esp. in Attic.
Greek (Liddell-Scott)
αὐαίνω: Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ ὡσαύτως μέσ. αὐανοῦμαι μετὰ παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) καταξηραίνω, μαραίνω, αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς πυθμήν, ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ φθείρω τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, ὅκως μήτε ὑγραὶ ἕωσι μήτε λίαν αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. εἶναι σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ.
French (Bailly abrégé)
f. αὑανῶ, ao. ηὕηνα, pf. inus.
faire sécher : ἰχθῦς πρὸς ἥλιον HDT des poissons au soleil ; fig. βίον SOPH laisser sa vie se consumer dans le chagrin ; Pass. être desséché : ῥόπαλον αὐανθέν OD bâton desséché ; fig. se dessécher (d’ennui, de chagrin, etc.).
Étymologie: αὔω, αὕω.
English (Autenrieth)
(αὔω): only aor. pass. part. αὐανθέν, when it was dry, Od. 9.321†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [át. αὑ-; aum. ηὐ- y ᾱὐ-]
I en v. act.
1 gener. secar (ἰχθῦς) ἂν αὐήνωσι πρὸς ἥλιον Hdt.1.200.
2 fig. marchitar αὐαίνει δ' ἄτης ἄνθεα φυόμενα marchita las nacientes flores del infortunio Sol.3.35
•de pers. consumir, agotar αὐανῶ βίον S.El.819.
II intr. en v. med.-pas.
1 secarse (ῥόπαλον) αὐανθέν Od.9.321, αὐαίνε[ται δὲ ...] ἡλίῳ en contexto incompleto, quizá de caídos en combate, Archil.203.3, ὑγρὸν αὐαίνεται Heraclit.B 126, σκύλος Meropis 6.2, αὐανθεὶς πυθμήν A.Ch.260, ἤν τις αὐτὰ αὐανθῆναι ἐάσῃ Hp.Nat.Puer.17, cf. Mul.1.17
•de plantas marchitarse, agostarse ὑπὸ τοῦ καύματος X.Oec.16.14, διὰ ξηρότητα X.Oec.19.11, πεύκη καὶ ἐλάτη ... αὐαίνονται Thphr.HP 3.7.1, cf. CP 3.10.8, ὅσα αὐανθείη ἂν παριόντος πυρός Plot.4.4.32, ὥστε ... αὐανθῆναι τὰ δένδρα D.C.Epit.8.6.16, σταφυλή Q.S.11.148.
2 fig. de pers. consumirse αὐανοῦμαι τῷδ' ἐν αὐλίῳ μόνος S.Ph.954, ἠυαινόμην θεώμενος Ar.Fr.660, ὁ ἐραστὴς ὁ ἄρρην αὐαίνεται Ach.Tat.1.17.4
•c. ac. de rel. ὡς δ' ὅτε τις ... κέαρ αὐαίνηται Q.S.10.278.
• Etimología: v. αὖος.