μαρτύριον: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(SL_2)
(strοng)
Line 18: Line 18:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>μαρτῠριον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[evidence]] c. gen. [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]], ἐπέψαυσαν (I. 4.10)
|sltr=<b>μαρτῠριον</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[evidence]] c. gen. [[ὅσσα]] δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε [[φωτῶν]] ἀπλέτου [[δόξας]], ἐπέψαυσαν (I. 4.10)
}}
{{StrongGR
|strgr=neuter of a presumed derivative of [[μάρτυς]]; [[something]] evidential, i.e. (genitive [[case]]) [[evidence]] given or ([[specially]]), the Decalogue (in the [[sacred]] Tabernacle): to be testified, [[testimony]], [[witness]].
}}
}}

Revision as of 17:48, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρτύριον Medium diacritics: μαρτύριον Low diacritics: μαρτύριον Capitals: ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ
Transliteration A: martýrion Transliteration B: martyrion Transliteration C: martyrion Beta Code: martu/rion

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A testimony, proof, πρῶτον καὶ μέγιστον μ. Hdt. 2.22, cf. Pi.I.4(3).10, etc.: freq. in pl., μαρτύρια θέσθαι Hdt. 8.55, cf. A. Ag.1095 (lyr.), Eu.485, 797; μετ' ἀειμνήστου μ. Th. 1.33; μαρτύριον δέ... folld. by γάρ, here is a proof, namely... ib.8, etc.; μέγα τόδε μ., . . γάρ Hdt.8.120.    II τὰ μ. the tables of the Decalogue, LXX Le. 16.13, al.    III shrine of a martyr, Aët. 15.15 (a) Z., POxy.941.4 (vi A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

μαρτύριον: [ῠ], τό, μαρτυρία, ἀπόδειξις, Ἡρόδ. Πινδ. Ι. 3 (4). 16, κτλ.· ἰδίως ἐν τῷ πληθ., μαρτύρια παρέχεσθαι, παρέχεσθαι ἀποδείξεις, Ἡρόδ. 2. 22· θέσθαι ὁ αὐτ. 8. 55, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 1095, Εὐμ. 485, 797· μετ’ ἀειμνήστου μ. Θουκ. 1. 33. 2) ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συχνάκις μαρτύριον δέ..., ἀκολουθοῦντος τοῦ γάρ, - καὶ ἰδοὺ ἀπόδειξις, δηλαδή..., Ἡρόδ. 8. 120, Θουκ. 1. 8, κτλ.· πρβλ. τεκμήριον, σημεῖον. ΙΙ. τὰ βασανιστήρια ἃ ὑπέστη ὑπὲρ τῆς πίστεως τοῦ Χριστοῦ ὁ μάρτυς καὶ ὁ θάνατος αὐτοῦ, Ἰγνάτ. 645A, Μαρτύρ. Πολυκ. 1029Β, 1044A, Κλήμ. Α. Ι, 1020C, 1213C, κλ. 2) ὁ τόπος, ἔνθα τὰ λείψανα μάρτυρος διατηροῦνται, μάρτυρος τάφος, ἱερόν, «προσκύνημα», Συλλ. Ἐπιγρ. 8616, -54, 8841-3. 3) = μαρτυρολόγιον, βιβλίον περιέχον τοὺς βίους καὶ τὰ μαρτύρια τῶν ὑπὲρ πίστεως μαρτυρησάντων, Σύνοδ. Νικ. ΙΙ, 861D, Κ. Πορφυρ. Θεμ. 16, 20.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
témoignage, preuve : μαρτύριον δέ, avec γάρ dans la prop. suiv., et la preuve, c’est que, et comme preuve.
Étymologie: μάρτυς.

English (Slater)

μαρτῠριον
   1 evidence c. gen. ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας, ἐπέψαυσαν (I. 4.10)

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of μάρτυς; something evidential, i.e. (genitive case) evidence given or (specially), the Decalogue (in the sacred Tabernacle): to be testified, testimony, witness.