ἑτοιμάζω: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(Autenrieth)
(strοng)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. imp. ἑτοιμασάτω, -άσατε, [[mid]]. aor. ἑτοιμάσαντο: [[make]] [[ready]], [[prepare]], Il. 1.118, Od. 13.184.
|auten=aor. imp. ἑτοιμασάτω, -άσατε, [[mid]]. aor. ἑτοιμάσαντο: [[make]] [[ready]], [[prepare]], Il. 1.118, Od. 13.184.
}}
{{StrongGR
|strgr=from [[ἕτοιμος]]; to [[prepare]]: [[prepare]], [[provide]], [[make]] [[ready]]. Compare [[κατασκευάζω]].
}}
}}

Revision as of 17:50, 25 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμάζω Medium diacritics: ἑτοιμάζω Low diacritics: ετοιμάζω Capitals: ΕΤΟΙΜΑΖΩ
Transliteration A: hetoimázō Transliteration B: hetoimazō Transliteration C: etoimazo Beta Code: e(toima/zw

English (LSJ)

pf.

   A ἡτοίμακα Plb.3.72.6: pf. Pass. ἡτοίμασμαι both in med. and pass. sense v. infr.): (ἑτοῖμος):—get ready, prepare, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ' ἑτοιμάσατ' Il.1.118; [νέας] Hdt.6.95; στρατιώτας Act.Ap.23.23; ὁδόν LXX Is.40.3,al.; ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν τε S.Tr.361; δῶμα E.Alc.364; βουλήν Id.Heracl.472; δάκρυα δ' ἑτοιμάζουσι to those furnishing them, Id.Supp. 454; ἀργύριον ῥητόν Th.2.7, etc.; ἑαυτὸν ἵνα . . Apoc.8.6.    II Med., cause to be prepared, ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ Il.10.571; ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Od.13.184, cf. Hdt. 8.24; ἑτοιμασάμενος ἃ δεῖ Inscr.Prien.55.34 (ii B.C.).    2 with pf. Pass. ἡτοίμασμαι, prepare for oneself, τἄλλα ἡτοιμάζετο made his other arrangements, Th.4.77; ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν Id.1.58; πλείονα ἡτοιμασμένος X.Cyr.3.3.5; τροφὴν ἡτοιμασμένοι D.23.209; τὰ πρὸς τὸν βίον Epicur.Sent.Vat. 30, cf. Metrod.Fr.53.    3 prepare oneself, make oneself ready, c. inf., X.Ap.8; πρὸς τὴν χειμασίαν Plb. 3.105.11.    III Pass., to be prepared, ἔλεγε ἡτοιμάσθαι that preparations had been made, Th.6.64, cf. 7.62, etc.; ἑ. τι to be prepared with... Plb.8.30.7.

German (Pape)

[Seite 1052] (ἑτοῖμος), bereit setzen, halten, zurecht machen, herbeischaffen, γέρας Il. 1, 118. 19, 187; eben so das med., ὄφρ' ἱρὸν ἑτοιμασσαίατ' Ἀθήνῃ 10, 571; Od. 13, 184; ἔγκλημα, αἰτίαν θ' ἑτοιμάσας Soph. Tr. 360; δῶμα, σφάγια, auch δάκρυα, verursachen, Eur. Alc. 365 Heracl. 400 Suppl. 470; Schiffe, Her. 6, 95; ἀργύριον ῥητόν Thuc. 2, 7; πλήρωσιν Plat. Gorg. 492 d. – Med. für sich bereiten, vorbereiten, τὰ περὶ τοὺς νεκρούς Her. 8, 24; sich rüsten, Thuc. 4, 77 u. öfter; τροφὴν ἄφθονόν εἰσιν ἡτοιμασμένοι Dem. 23, 209, wie Xen. Cyr. 3, 3, 5; σάλπιγγας Pol. 8, 32, 7; a. Sp., ὁδόν Matth. 3, 3. – In LXX. = befestigen.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμάζω: μέλλ. -άσω, κτλ. : παθ. πρκμ. ἡτοίμασμαι ἐνίοτε ἐν κυρίᾳ παθ. σημασ., ἐνίοτε δὲ ἐν μέσῃ, ἴδε κατωτ.: (ἑτοῖμος). Ἑτοιμάζω, παρασκευάζω, προμηθεύω, ἐμοὶ γέρας αὐτίχ’ ἑτοιμάσατ’ Ἰλ. Α. 118· νέας Ἡρόδ. 6. 95· στρατιὴν ὁ αὐτ. 7. 1· ἔγκλημα μικρὸν αἰτίαν θ’ ἑτοιμάσας Σοφ. Τρ. 361· δῶμα Εὐρ. Ἄλκ. 364· βουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 473· δάκρυα δ’ ἑτοιμάζουσι, εἰς τοὺς προξενοῦντας δάκρυα, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 454 (ἔνθα ο Δινδ. προτείνει: δάκρυα δὲ τοῖς γονεῦσι, ἴδε τόπῳ)· ἀργύριον ῥητὸν Θουκ. 2. 7, κτλ.: ― μετ’ ἀπαρ., κάπρον ἑτοιμασάτω ταμέειν Ἰλ. Τ. 197. ΙΙ. Μέσ., ὄφρ’ ἱρόν ἑτοιμασσαίατ’ Ἀθήνῃ Κ. 571· ἑτοιμάσσαντο δὲ ταύρους Ν. 184· τἆλλα ἡτοιμάζετο, ἔκαμνε τὰς λοιπάς του ἑτοιμασίας, Θουκ. 4. 77· ὅπως ἑτοιμάσαιντο τιμωρίαν ὁ αὐτ. 1. 58· πλείονα ἡτοιμασμένοι Ξεν. Κύρ. 3. 3, 5· τροφήν ἡτοιμασμένοι Δημ. 690. 8. 2) ἑτοιμάζω ἐμαυτόν, παρασκευάζομαι, γίνομαι ἕτοιμος, μετ’ ἀπαρεμφ. Ξεν. Ἀπολ. 8· πρός τι Πολύβ. 3. 105. 11. ΙΙΙ. Παθ. γίνομαι ἕτοιμος, ἡτοιμάσθαι ἤδη, ὅτι τὰ πράγματα εἶχον ἤδη ἑτοιμασθῆ, Θουκυδ. 6. 64, πρβλ. 7. 62· ἑτ. τι, παρασκευάζομαι μέ τι, Πολύβ. 8. 32, 7.

French (Bailly abrégé)

impf. ἡτοίμαζον, f. ἑτοιμάσω, ao. ἡτοίμασα, pf. ἡτοίμακα;
pf. Pass. ἡτοίμασμαι;
préparer, disposer, acc. : κάπρον ἑτ. ταμέειν IL préparer un sanglier pour l’immoler;
Moy. ἑτοιμάζομαι (ao. ἡτοιμασάμην);
1 tr. préparer pour soi, acc. ; préparer en gén., acc.;
2 intr. se tenir prêt, se préparer ; avec l’inf. à faire qch.
Étymologie: ἕτοιμος.

English (Autenrieth)

aor. imp. ἑτοιμασάτω, -άσατε, mid. aor. ἑτοιμάσαντο: make ready, prepare, Il. 1.118, Od. 13.184.

English (Strong)

from ἕτοιμος; to prepare: prepare, provide, make ready. Compare κατασκευάζω.