μήτρα: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(strοng)
(T22)
Line 24: Line 24:
{{StrongGR
{{StrongGR
|strgr=from [[μήτηρ]]; the [[matrix]]: [[womb]].
|strgr=from [[μήτηρ]]; the [[matrix]]: [[womb]].
}}
{{Thayer
|txtha=μήτρας, ἡ ([[μήτηρ]]), the [[womb]]: [[διανοίγω]], 1); [[Herodotus]], [[Plato]], others; the Sept. for רֶחֶם.)
}}
}}

Revision as of 18:11, 28 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήτρα Medium diacritics: μήτρα Low diacritics: μήτρα Capitals: ΜΗΤΡΑ
Transliteration A: mḗtra Transliteration B: mētra Transliteration C: mitra Beta Code: mh/tra

English (LSJ)

(B), ἡ, in pl.,

   A register of house-property, at Tarsus and Soli, Arist. in POxy.1802.58; sg., = κλῆρος, at Tarsus and Soli, Clitarch. ap.Hsch. (Cf. Skt. mātrā 'measure' and ἐρεσιμήτρη.)
μήτρα (A), Ion. μήτρη, ἡ, (μήτηρ)

   A womb, Hp.Prorrh.2.24, Hdt.3.108 (dub.l.), Pl.Ti.91d, etc.: also in pl., Hp.Loc.Hom.47, Vict.1.30, Hdt. l.c.: the cervix including the orifice of the womb, Arist.HA510b14.    2 a swine's matrix, reckoned a great dainty, μήτρας τόμοις Telecl.1.14; μήτραν . . πωλοῦσιν, ἥδιστον κρέας Antiph.220; ὑπὲρ μήτρας . . ἀποθανεῖν Alex.193, cf. Plu.2.733e, Ath.3.96f.    3 metaph., source, origin, D.L.7.46; μῆτραι τῆς ψυχῆς Ph.1.441.    II core, heart-wood of trees, Thphr.HP1.6.1.    b diseased condition of the wood, 'soft-wood', ib.2.7.3.    III queen-wasp, opp. ἐργάται, Arist. HA627b32,al.    IV μ. χελωνίων, χελωνίοις, bolts for locks, BGU 1028.20,26 (ii A.D.); μ. θύρας, = repagulum, Gloss.

German (Pape)

[Seite 179] ἡ, die Gebärmutter; ὁ σκύμνος ἐν τῇ μήτρῃ ἐών, Her. 3, 108; τὸ δὲ τέκνον ἐν τῇσι μήτρῃσι πλάσσεται, ibd.; vgl. Plat. Tim. 91 b; Sp., περὶ τῆς ἐν τῇ μήτρᾳ τῶν ἐμβρύων πλαστικῆς, Luc. Vit. auct. 26. – Als Speise, s. Ath. III c. 51. – Bei Arist. H. A. 9, 41 eine Art Wespen. – Bei Theophr. Kern oder Mark der Bäume.

Greek (Liddell-Scott)

μήτρα: Ἰων. -τρη, ἡ, (μήτηρ) Λατ. matrix, Ἱππ. Προρρ. 106, Ἡρόδ. 3. 108, Πλάτ., κτλ.· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - ἢ κυριολεκτικώτερον, τὸ στόμα τῆς ὑστέρας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 22. 2) ἡ κοιλία τοῦ χοίρου, Λατ. vulva, θεωρουμένη ὡς ἔξοχον λίχνευμα, μήτρας τόμοις Τηλεκλείδης, ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· μήτραν τινὲς πωλοῦσιν ἥδιστον κρέας Ἀντιφάν. ἐν «Φιλομήτορι» 1· ὑπὲρ μήτρας... ἀποθανεῖν Ἄλεξις ἐν «Ποντικῷ» 1, κτλ.· πρβλ. Πλούτ. 2. 733C, Ἀθήν. 96F. 3) μεταφορ., ἡ πηγὴ ἢ ἀρχὴ πράγματός τινος, Διογ. Λ. 7. 46. ΙΙ. ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία δένδρων, «ψῖχα», Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 1. ΙΙ. βασίλισσα τῶν σφηκῶν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐργάται, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 2· ὡσαύτως τῶν μελισσῶν, ὁ αὐτ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μήτρα· εἶδος σφηκός. καὶ τῶν ξύλων τὸ ἐντός, ὃ καρδίαν τινὲς ἢ ἐντεριώνην καλοῦσι. καὶ νῦν ὁ κλῆρος ὑπὸ Σολέων, ὡς Κλείταρχος. καὶ ἡ τῆς γυναικός».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
matrice, ventre ou sein de la mère.
Étymologie: μήτηρ.

Spanish

matriz

English (Strong)

from μήτηρ; the matrix: womb.

English (Thayer)

μήτρας, ἡ (μήτηρ), the womb: διανοίγω, 1); Herodotus, Plato, others; the Sept. for רֶחֶם.)