χρήσιμος: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(strοng) |
(T22) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
|strgr=from [[χρῆσις]]; [[serviceable]]: [[profit]]. | |strgr=from [[χρῆσις]]; [[serviceable]]: [[profit]]. | ||
}} | |||
{{Thayer | |||
|txtha=χρησιμη, χρήσιμον ([[χράομαι]]), [[first]] in [[Theognis]], 406, [[fit]] for [[use]], [[useful]]: 2 Timothy 2:14. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:13, 28 August 2017
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον X.Mem.3.8.8, Pl.Grg.480b, R.333b: (χράμαι):—
A useful, serviceable, first in Thgn.406; εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται S.OT878 (lyr.); τὸ χ. φρενῶν the excellence of... E.Ph.1740 (lyr.); τὸ αὐτίκα χ. Th.3.56; ἡ διὰ τὸ χ. φιλία Arist.EN1159b13; τὰ χ. Men.Mon.579; χ. εἴς τι useful for something, Hdt.4.109, Ar.Pl.493 (anap.), Pl.R.l. c.; ἐπί τι Id.Grg. l. c.; πρός τι E.Hipp.482 (Comp.); ἰδίᾳ ἑκάστῳ χ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα X.Cyr.6.2.34; τοῦτ' οὖν τί ἐστι χρήσιμον; Ar.Nu.202; χρήσιμόν ἐστι, c. inf., Id.Av.382 (troch.). 2 of persons, serviceable, useful, S.Aj.410, D.20.7, etc.; Comp. -ώτερος Pl.Lg.819c: esp., like χρηστός, a good and useful citizen, χ. πόλει E.Or.910; χ. πολίτης Eup.118; χ. τινι Is.Fr.16.1; ἐπί τι D.25.31; τοὺς εὐπόρους δεῖ χ. αὑτοὺς παρέχειν τοῖς πολίταις to show themselves useful, serviceable to the state, Id.42.22, cf. E.Supp.887, Is.Fr.10.1 (Comp.); τοῖς σώμασι -ώτεροι more able-bodied, X.Lac.5.9; opp. ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aeschin.1.61. 3 used, made use of, τέμενος -ώτατον a muchfrequented sanctuary, dub. in Hdt.2.178. 4 χρησίμη διαθήκη an available (i.e. authentic) will, Is.6.30. 5 νομίσματα οὐ χρήσιμα ἔξω money that will not pass abroad, X.Vect.3.2. II Adv., -μως ἔχειν to be serviceable, Th.3.44, X.Cyr.8.5.9; χ. τινὶ σωθῆναι with advantage to him, Th.5.91, cf. J.BJ6.2.9; τὰ -μως λεγόμενα Plu. 2.36d.
German (Pape)
[Seite 1374] auch 2 Endgn, 1) brauchbar, tauglich, geschickt, geeignet, übh. gut u. tauglich in seiner Art; zuerst bei Theogn., häufig bei Her.; ἔνθ' οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Soph. O. R. 878, er kann den Fuß nicht brauchen, nicht fest stehen; πόλει παρασχεῖν σῶμα χρήσιμον Eur. Suppl. 887; Ggstz von ἄχρηστος I. A. 521; λέγει χρησιμώτερα πρὸς συμφοράν Hipp. 482; σώφρονος ἀπιστίας οὐκ ἔστιν οὐδὲν χρησιμώτερον βροτοῖς Mel. 1634; Ar.; u. in Prosa: εἴς τι, Plat. Rep. I, 333 b; ἐπί τι, Gorg. 480 b; πρός τι, Legg. I, 648 a, u. öfter; τὸ χρήσιμον, der Nutzen, Eur. Phoen. 1741; τὸ αὐτίκα χρ. Thuc. 3, 56. – 2) auch von Menschen, tüchtig, bes., wie χρηστός, ein guter, nützlicher Staatsbürger, Wolf Dem. Lpt. p. 222 (19, 7); Soph. Ai. 404; χρήσιμοι πόλει Eur. Or. 908; παρασχεῖν ἑαυτὸν χρήσιμον, sich um den Staat verdient machen, Ggstz ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Aesch. 1, 61; χρησιμώτατον πρός τι Arist. Nicom. 10, 1,4; τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι, die mit tüchtigern Leibern, die mehr aushalten oder ihre Leiber besser brauchen können, Xen. Lac. 5, 9; χρήσιμός τι Cyr. 7, 2,29. – Auch = gebraucht, benutzt, τέμενος χρησιμώτατον, ein viel besuchter heiliger Ort, Her. 2, 178.
Greek (Liddell-Scott)
χρήσῐμος: -η, -ον, καὶ παρ’ Ἀττ. συχνότερον, ος, ον Πλάτ. Γοργ. 480Β, Πολ. 333C· (χράομαι)· - ὡς καὶ νῦν, ὁ χρησιμεύων εἴς τι, κατάλληλος πρὸς χρῆσιν, καλὸς εἰς τὸ εἶδός του, ὠφέλιμος πρῶτος παρὰ τῷ Θεόγνιδι 406, εἶτα παρ’ Ἡροδ. καὶ συχν. παρὰ τοῖς Ἀττ.· εἰς ἀνάγκαν, ἔνθ’ οὐ ποδὶ χρησίμῳ χρῆται Σοφ. Ο. Τ. 878 (λυρ.)· τὸ χρ. φρενῶν, τὸ ἐξέχον, ἡ ὑπεροχὴ τῶν φρενῶν, Εὐρ. Φοίν. 1741· τὸ αὐτίκα χρ. Θουκ. 3. 56· ἡ διὰ τὸ χρ. φιλία Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 8, 6, κλπ.· τὰ χρήσιμα Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 579· - χρ. εἴς τι Ἡρόδ. 4. 109, Ἀριστοφ. Πλ. 493, Πλάτ. Πολ. 333Β ἐπί τι ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 480Β· πρός τι Εὐρ. Ἱππόλυτ. 482· ἰδίᾳ ἑκάστῳ χρ. καὶ ὑπὲρ τοῦ κοινοῦ ὠφέλιμα Ξεν. Κύρ. Παιδ. 6. 2, 34· μετ’ ἀπαρ., χρήσιμος, ὠφέλιμος ὅπως πράξῃ τις, Ἀριστοφ. Νεφ. 202· χρήσιμόν ἐστι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. ἐν Ὄρν. 382. 2) ὡσαύτως ἐπὶ ἀνθρώπων, ὠφέλιμος, χρήσιμος, Σοφ. Αἴ. 410, Εὐρ., κλπ. - Συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Νόμ. 819C· μάλιστα ὡς τὸ χρηστός, χρ. πόλει Εὐρ. Ὀρ. 910· χρήσιμος πολίτης Εὔπολις ἐν «Δήμοις» 16· χρ. τινι Ἰσαῖος ἐν Ἀποσπ. 2. 4· ἐπί τι Δημ. 779. 15, πρβλ. Wolf εἰς Δημ. Λεπτ. 459. 6· τοὺς εὐπόρους δεῖ χρησίμους ἑαυτοὺς παρέχειν τῇ πόλει Δημ. 1045. 23, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 887, Ἰσαῖος ἐν Ἀποσπ. 3. 1· τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι Ξεν. Λακ. 5. 9· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀργαλέος τὴν ὄψιν, Αἰσχίνης 9. 21. 3) οὗ ποιεῖταί τις χρῆσιν, τέμενος χρησιμώτατον, ἱερὸν πολὺ συχναζόμενον, Ἡρόδ. 2. 178. 4) χρησίμη διαθήκη, ἰσχύουσα, ἔγκυρος (δηλ. γνησία) διαθήκη, Ἰσαῖος 59. 18. 5) νόμισμα οὐ χρήσιμον ἔξω, ὅπερ δὲν «κυκλοφορεῖ», δὲν ἰσχύει ἔξω, Ξεν. Πόροι 3, 2. ΙΙ. Ἐπίρρ., χρησίμως ἔχειν Θουκ. 3. 44. χρ. τινὶ σωθῆναι, ὠφελίμως αὐτῷ, ὁ αὐτ. 5. 91.
French (Bailly abrégé)
η ou ος, ον :
I. qui rend ou peut rendre service, particul. :
1 utile, profitable, avantageux : χρήσιμος πρός τι, εἴς τι, περί τι, utile à qch, avantageux pour qch ; τὸ χρήσιμον, l’utilité ; τὸ χρήσιμον τινος PLUT l’utilité de qch ; en parl. de pers. παρασχεῖν ἑαυτὸν χρήσιμον SOPH se rendre utile ; οἱ χρήσιμοι DÉM ou τὸ χρήσιμον PLUT les bons citoyens;
2 de bonne qualité ; ποὺς χρήσιμος SOPH pied sûr, ferme ; τοῖς σώμασι χρησιμώτεροι XÉN hommes mieux constitués;
II. dont on tire parti, utilisé, fréquenté en parl. d’un lieu sacré;
Cp. χρησιμώτερος.
Étymologie: χράομαι.
English (Strong)
from χρῆσις; serviceable: profit.
English (Thayer)
χρησιμη, χρήσιμον (χράομαι), first in Theognis, 406, fit for use, useful: 2 Timothy 2:14.