έλκος

From LSJ
Revision as of 22:00, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅθεν λοιπὸν ἐπιτευκτικῶς καὶ ἐν τούτῳ ὁ µακάριος πράξας, ἔµεινεν ἀγαλλόµενος τῷ πνεύµατι· καὶ δοξάζων τὸν θεὸν ἐπὶ τῇ µεγαλειότητι αὐτοῦ, ἐν τῷ τόπῳ ἐκείνῳ ἀπελάσας καὶ τὰ ἀκάθαρτα πνεύµατα τὰ ἐκεῖσε ἐπὶ λύµῃ τῆς τῶν ἀνθρώπων σωτηρἰας → Thus, then, the blessed one achieved his aim here, too, and continuing to rejoice in the Spirit, and glorifying God for his greatness, he expelled from this place the impure spirits that lurked there so as to obstruct the salvation of human beings

Source

Greek Monolingual

το (AM ἕλκος)
πληγή, απώλεια ουσίας του δέρματος ή του βλεννογόνου που συνοδεύεται από αντίδραση του συνδετικού ιστού
μσν.- νεοελλ.
πύον
νεοελλ.
φρ.
1. «άτονο έλκος» — δυσίατο έλκος τών κάτω άκρων συνήθως, που προκαλείται από διαταραχές κυκλοφοριακής ή νευρικής αιτιολογίας
2. «έλκος γαστροδωδεκαδακτυλικό» — έλκος του στομάχου ή του δωδεκαδάκτυλου
3. «έλκος εκ κατακλίσεως» — πληγή σε σημεία επαφής του σώματος με το επίπεδο στήριξης σε τραυματίες και ασθενείς με παρατεταμένη κατάκλιση
4. «συφιλικό έλκος» ή «σκληρό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που οφείλεται στην ωχρά σπειροχαίτη
5. «μαλακό έλκος» — μεταδοτικό έλκος που αναπτύσσεται συνήθως στον βλεννογόνο τών γεννητικών οργάνων
αρχ.
1. πληγή, τραύμα
2. πλήγμα, καταστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. έλκος συνδέεται με λατ. ulcus «πηγή, έλκος» και με αρχ. ινδ. arśas «αιμορροΐδες», ενώ η δασύτητα της λέξεως οφείλεται πιθανόν σε παρετυμολογική επίδραση του ρήματος έλκω.
ΠΑΡ. αρχ. ελκαίνω, ελκήεις, ελκούμαι, ελκύδριον, ελκώδης].