εμφορούμαι

From LSJ
Revision as of 18:20, 24 October 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ροῡμαι" to "οῦμαι")

ὥστεβίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable

Source

Greek Monolingual

(-έομαι) (AM ἐμφοοῦμαι και ἐμφορῶ)
μέσ. είμαι γεμάτος από κάποιο συναίσθημα, διαπνέομαι από κάποια σκέψη ή ιδέα, κατέχομαι, κυριεύομαι από συναισθήματα ή ιδέες («θείου φωτισμοῡ ἀξίως ἐμφορούμενος», Μην. Ωδ. Ι)
αρχ.-μσν.
είμαι γεμάτος από κάτι, κάνω υπερβολική χρήση ενός πράγματος («ἐνεφοροῡντο τῶν κατ' ὀλιγαρχίας λόγων», Διον. Αλ.)
μσν.
χορταίνω, γεμίζω το στομάχι
αρχ.
1. εισάγω, φέρνω μέσα
2. παθ. οδηγούμαι, μεταφέρομαι μέσα σε κάτι
3. εισάγω, χύνω, γεμίζω
4. προκαλώ, επιφέρω, εντείνω
5. επισωρεύω πάνω σε κάτι, επιρρίπτω στο πρόσωπο κάποιου.