αζαλέος
From LSJ
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
Greek Monolingual
ἀζαλέος, -α, -ον (Α)
1. αποξηραμένος, ξερός, άνυδρος
2. ο χωρίς ακμή, μαραμένος
μτφ. τραχύς, άτεγκτος, σκληρός
3. αυτός που ξεραίνει ή μαραίνει, καυτός, ζεματιστός, δριμύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄζω- το επίθημα l του ἀζαλέος οφείλεται πιθανώς σε επίδραση του έρρινου επιθήματος n τών ρημάτων ἀζάνω / ἀζαίνω (πρβλ. και το συνώνυμο ἰσχαλέος παρά τα ἰσχναίνω / ἰσχνόω)].