ἠλάσκω

From LSJ
Revision as of 23:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠλάσκω Medium diacritics: ἠλάσκω Low diacritics: ηλάσκω Capitals: ΗΛΑΣΚΩ
Transliteration A: ēláskō Transliteration B: ēlaskō Transliteration C: ilasko Beta Code: h)la/skw

English (LSJ)

Ep. form of ἀλαίνω (cf. ἠλαίνω),

   A wander, stray, roam, [ἔλαφοι] αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Il.13.104; [μυῖαι] κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν 2.470; of persons, Emp.121.4, D.P.675.

German (Pape)

[Seite 1159] ep. = ἀλάομαι, unstät hin u. her schweifen, umherirren; von den Hirschen, Il. 13, 104; von den Fliegen, umherschwärmen, αἵ τε κατὰ σταθμὸν π οιμνήϊον ἠλάκουσιν 2, 470; Empedocl. 20 u. sp. D., wie D. Per. 675, εἰς ἑτέρην χώρην.

Greek (Liddell-Scott)

ἠλάσκω: Ἐπ. τύπος τοῦ ἀλαίνω (πρβλ. ἠλαίνω). πλανῶμαι, περιφέρομαι, ἔλαφοι αὔτως ἠλάσκουσαι ἀνάλκιδες Ἰλ. Ν. 104· μυῖαι κατὰ σταθμὸν ποιμνήϊον ἠλάσκουσιν Ἰλ. Β. 470· ἐπὶ προσώπων, Ἐμπεδ. 21, Διον. ΙΙ. 675· ἠλάσκαζες Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 142.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
errer çà et là, fuir.
Étymologie: ἀλάομαι.

English (Autenrieth)

(ἀλάομαι): prowl about, swarm about, Il. 12.104, Il. 2.470.

Greek Monolingual

ἠλάσκω (AM)
(επικ. τ. του ρ. αλαίνω ή αλώμαι
περιπλανώμαι, περιφέρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θα μπορούσε να θεωρηθεί επαναληπτικό του αλώμαι (θ. αλά- + παρέκταση -σκ-), η μακρότητα όμως του αρχικού φωνήεντος η- είναι δυσερμήνευτη. Κατά μία άποψη πρόκειται για ασυνήθιστη μεταπτωτική βαθμίδα, παρόμοια της οποίας απαντά στη λετον. (Πρβλ. aluot περιπλανώμαι», αντίστοιχο του αλώμαι και al'a «μισότρελος»). Συγγενές θεωρείται και το θ. ηλε- του ηλεός «τρελός». Από συμφυρμό, τέλος, του ηλάσκω με το αλαίνω, μεταπλασμένο τ. του αλώμαι, προήλθε το ρ. ηλαίνω «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ηλασκάζω].

Greek Monotonic

ἠλάσκω: (ἀλάομαι), περιφέρομαι, τριγυρίζω, περιπλανώμαι, σε Ομήρ. Ιλ.