μεγαληνορία

From LSJ
Revision as of 21:12, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰληνορία Medium diacritics: μεγαληνορία Low diacritics: μεγαληνορία Capitals: ΜΕΓΑΛΗΝΟΡΙΑ
Transliteration A: megalēnoría Transliteration B: megalēnoria Transliteration C: megalinoria Beta Code: megalhnori/a

English (LSJ)

Dor. μεγᾰλ-ᾱνορία, ἡ,

   A manliness, self-confidence, Pi.N.11.44 (pl.).    2 haughtiness, E.Ph.184 (lyr., sed -ηγορ- Sch.).

German (Pape)

[Seite 105] ἡ, große Mannhaftigkeit, hoher Muth, gew. tadelnd, Hochmuth, μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, Pind. N. 11, 44; μεγαλανορίαισιν ἐμὰς φρένας οὐ φοβήσεις, Eur. Heracl. 357; Phoen. 185; Mesomed. Hymn. in Nemes. 19.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰληνορία: ἡ, μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία, Πινδ. Νεμ. 11. 57, ἐν τῷ πληθυντ.· - ὑπερηφανία, Εὐρ. Φοίν. 185, Ἡρακλεῖδαι 356.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grand dessein;
2 orgueil.
Étymologie: μεγαλήνωρ.

Greek Monolingual

μεγαληνορία, δωρ. τ. μεγαλανορία, ἡ (Α) μεγαλήνωρ
1. μεγαλοφροσύνη, μεγαλοψυχία
2. περηφάνια.

Greek Monotonic

μεγᾰληνορία: ἡ, μεγάλη ανδρεία, περήφανη αυτοεκτίμηση, υπεροψία, σε Πίνδ., Ευρ.