ἀμόλυντος

From LSJ
Revision as of 11:31, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόλυντος Medium diacritics: ἀμόλυντος Low diacritics: αμόλυντος Capitals: ΑΜΟΛΥΝΤΟΣ
Transliteration A: amólyntos Transliteration B: amolyntos Transliteration C: amolyntos Beta Code: a)mo/luntos

English (LSJ)

ον, (μολύνω)

   A undefiled, LXX Wi.7.22, X.Eph.2.9, Muson.Fr.18Bp.105 H., Arr.Epict.4.11.8; παρθένος IG14.264 (Agrigentum).    II Act., not leaving any stain, κινεῖν μέχρι ἀμολύντου Crito ap.Gal.12.487, cf. Antyll. ap. Orib.9.24.4, Olymp.in Mete.307.1.

German (Pape)

[Seite 127] unbefleckt, Sp. Bei Galen. auch: nicht schmutzend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόλυντος: -ον, (μολύνω) = ἀμίαντος, Ἑβδ., Ξεν. Ἐφεσ. 2. 9, Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 167, ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ μὴ μολύνων, μὴ καταλείπων σημεῖόν τι ἢ κηλῖδα, Γαλην., κτλ. - Ἐπίρρ. -τως Ἐπιφάν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1act. no manchadizo, que no deja mancha τὸ δὲ πηγνύμενον ἀμόλυντόν ἐστι Olymp.in Mete.307.1.
2 tb. act., de emplastos y otras sustancias que no deja mancha, que no se pega, solidificado κίνει ἄχρις ἀμολύντου Crito en Gal.12.487, ἀμόλυντα εἶναι καὶ μὴ περιρρεῖν Antyll. en Orib.9.24.4, ἕψε ἔλαιον ... ἕως ἀμόλυντον γένηται Philum.Ven.10.8.
3 pas. no manchado, limpio ὀφθαλμὸς ἀπαθὴς καὶ ἀ. Clem.Al.Strom.6.15.119
subst. τὸ ἀ. limpieza, higiene (en el comer), Muson.Fr.18B.
II fig. de pers. y abstr. puro, inmaculado θυγατρὶ παρθένῳ ἀμολύντῳ γλυκυτάτῃ IG 14.264 (Agrigento), φυλάξειν ἀμόλυντον (τὴν κόρην) X.Eph.2.9.4
de abstr. πνεῦμα LXX Sap.7.22, κάθαρσις Arr.Epict.4.11.8, φύσις Gr.Nyss.M.44.1144A
c. gen. κακίης ἀμόλυντος ... λογισμός razonamiento limpio de maldad Heliod. en Gal.14.145.
III adv. -ως sin mancha ἀ. ἐνεργούμενα ... ἔργα Cyr.Al.M.69.824C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμόλυντος, -ον) μολύνω
(με ηθική σημασία) αμίαντος, ακηλίδωτος, καθαρός, άσπιλος, αγνός
νεοελλ.
αυτός που δεν μολύνθηκε ή δεν μπορεί να μολυνθεί (π. χ. από μικρόβια).