ἀνάχυμα

From LSJ
Revision as of 11:26, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάχῠμα Medium diacritics: ἀνάχυμα Low diacritics: ανάχυμα Capitals: ΑΝΑΧΥΜΑ
Transliteration A: anáchyma Transliteration B: anachyma Transliteration C: anachyma Beta Code: a)na/xuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A expanse, ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.    II = ἀνάχυσις 11, Str.Chr.7.45.

German (Pape)

[Seite 215] τό, das Ausgegossene, αἰθέριον, das Meer des Aethers, Music.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάχῠμα: -ατος, τό, ἀπέραντος ἔκτασις, τὸ ἀχανές, ἀν. αἰθέριον Νικομ. Μουσ. σ. 6.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 expansión ἀ. αἰθέριον Nicom.Harm.3.
2 estuario Str.Chr.7.45.

Greek Monolingual

το (AM ἀνάχυμα)
νεοελλ.
η μικρή ποσότητα από κρύο γάλα που χύνεται μέσα σε δοχείο με γάλα ζεστό για να παρασκευαστεί η μυζήθρα, (αλλ.) πρόγαλα
μσν.
όρυγμα βαθύ, πρόχωμα
αρχ.
πλατιά έκταση, ευρύ διάστημα.