Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποκαίω

From LSJ
Revision as of 18:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκαίω Medium diacritics: ἀποκαίω Low diacritics: αποκαίω Capitals: ΑΠΟΚΑΙΩ
Transliteration A: apokaíō Transliteration B: apokaiō Transliteration C: apokaio Beta Code: a)pokai/w

English (LSJ)

Att. ἀποκάω, aor.

   A ἀπέκηα Il. (v. infr.), -έκαυσα D.25.95, Philippid.25.4:—burn off, of cautery, X.Mem.1.2.54, D.l.c.; of intense cold, θύελλαν ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς . . κήαι Il.21.336; ἄνεμος βορρᾶς . . ἀποκαίων πάντα X.An.4.5.3; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τοὺς ἀμπέλους Philippid. l.c., cf. Thphr.CP2.3.1, al.:—Pass., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες their noses were frozen off, X.An.7.4.3.    2 calcine, Dsc. 5.125.

German (Pape)

[Seite 305] (s. καίω), abbrennen, verbrennen, Hom. Iliad. 21, 336 ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς καὶ τεύχεα κήαι; Theophr.; Xen. Mem. 1, 2, 54; u. Dem. 25, 95, von Aerzten; von strenger Kälte, ἀποκαίων πάντα, alles absterben machen, Xen. An. 4, 5, 3; ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Philippid. Plut. Demetr. 12; pass., erfrieren, πολλῶν ῥῖνες ἀπεκαίοντο Xen. An. 7, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαίω: Ἀττ. -κάω: μέλλ. -καύσω: ἀόρ. ἀπέκηα, Ἰλ. ἔνθα κατωτ., -έκαυσα Δημ. 798. 23, Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 1, 4: - ἐπὶ ἰατρικῆς θεραπείας, καυτηριάζω, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 54· ἐπὶ ὑπερβολικοῦ ψύχους, παγώνω, καίω, (ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου frigus adurit), θύελλαν, ἥ κεν ἀπὸ Τρῴων κεφαλάς… κήαι Ἰλ. Φ. 336· ἄνεμος βορρᾶς... ἀποκαίων πάντα Ξεν. Ἀν. 4. 5, 3· ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Φιλιππίδ. ἐν Ἀδήλ. 2, καὶ συχν. παρὰ Θεοφρ.: - Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες, ὑπὸ τοῦ ψύχους ἀπεκαίοντο, ἀπεπήγνυντο, ἀπεσήποντο, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀπέκαυσα, pf. inus.
Pass. impf. ἀπεκαόμην, ao. ἀπεκαύθην, pqp. ἀπεκεκαύμην;
détruire par le feu.
Étymologie: ἀπό, καίω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -κάω X.Mem.1.2.54, Plu.2.1120e

• Morfología: [aor. ind. ἀπέκαυσα D.25.95, Philippid.25.4, opt. ἀποκήαι Il.21.336 (tm.)]
I tr., en v. act.
1 quemar, calcinar ἀποκάεται ... ὑπὸ θερμοῦ Arist.Pr.874b37, en v. pas. ὁρῶσα σάρκας τέκνων ἀποκαιομένας LXX 4Ma.15.20
abs. act., Dsc.5.125.
2 quemar por frío intenso, helar θύελλαν, ἥ κεν ἀπὸ Τρώων κεφαλὰς ... κήαι Il.21.336, ἀπέκαυσεν ἡ πάχνη τὰς ἀμπέλους Philippid.l.c., ἄνεμος βορρᾶς ... ἀποκαίων πάντα X.An.4.5.3, ἀποκάει τὰ ψυχρά Thphr.CP 2.3.1
en v. med. helarse ῥῖνες ἀπεκαίοντο καὶ ὦτα X.An.7.4.3, cf. Plu.2.1120e.
3 medic. cauterizar τὰς φλέβας κύκλῳ ἀποκαῦσαι Hp.Aff.2, cf. Loc.Hom.13
abs., Hp.Epid.6.6.6, cf. X.Mem.1.2.54, D.25.95.
II intr., en v. med. arder ἀφ' οὗ πρῶτον ἀποκαιομένου τὴν τῶν ἀστέρων εἶναι φύσιν Hippol.Haer.1.9 (= Archel.Phil.A 4.11).

Greek Monolingual

(AM ἀποκαίω, Α κ. -άω)
1. καίω κάτι εντελώς, κατακαίω
2. (-ομαι) (για φυτά) καταστρέφομαι από την παγωνιά
αρχ.
ιατρ. καυτηριάζω.

Greek Monotonic

ἀποκαίω: Αττ. -κάω, μέλ. -καύσω, αόρ. αʹ ἀπέκηα και -έκαυσα· καυτηριάζω, λέγεται για τον καυτηριασμό στην ιατρική πρακτική, σε Ξεν.· λέγεται για υπερβολικό ψύχος, (όπως το frigus aduritτου Βιργ.), ζαρώνω από το ψύχος, παθαίνω κρυοπαγήματα, στον ίδ. — Παθ., ἀπεκαίοντο αἱ ῥῖνες, οι μύτες τους καίγονταν από τον πάγο, πάθαιναν εγκαύματα, στον ίδ.