γιατρός
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
ο (θηλ. γιατρίνα και γιάτρισσα) (AM ιατρός)
1. ο ειδικός στη διάγνωση και θεραπεία τών διαφόρων νόσων
2. αυτός που καταπραΰνει, που ανακουφίζει τα ψυχικά πάθη
3. το φυτό γέρος, δαιμοναρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι + (επίθημα) -τρός, με ανάπτυξη του -j- μετά από συνίζηση του συμπλέγματος ια - (πρβλ. ιατρικός-γιατρικός, ιατροσόφι -γιατροσόφι, ιατρειά-γιατρειά, ιατρεύω-γιατρεύω, ίασις-γιάση].