ἐρόεις

From LSJ
Revision as of 23:00, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρόεις Medium diacritics: ἐρόεις Low diacritics: ερόεις Capitals: ΕΡΟΕΙΣ
Transliteration A: eróeis Transliteration B: eroeis Transliteration C: eroeis Beta Code: e)ro/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, (ἔρος) poet.,

   A lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31 ; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4 ; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).

German (Pape)

[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.

Greek Monolingual

ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).

Greek Monotonic

ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.