εὐδαιμονία

From LSJ
Revision as of 23:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδαιμονία Medium diacritics: εὐδαιμονία Low diacritics: ευδαιμονία Capitals: ΕΥΔΑΙΜΟΝΙΑ
Transliteration A: eudaimonía Transliteration B: eudaimonia Transliteration C: evdaimonia Beta Code: eu)daimoni/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A prosperity, good fortune, opulence, h.Hom.11.5, Pi.N.7.56, Hdt.1.5,32, Hp.Ep.11 (v.l.), etc.; χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐ. Th.2.97; of countries, Hdt.5.28, 7.220, etc.; μοῖρ' εὐδαιμονίας Pi.P.3.84: pl., E.IA591 (anap.), Pl.Phd.115d.    2 true, full happiness, εὐ. οὐκ ἐν βοσκήμασιν οἰκεῖ οὐδ' ἐν χρυσῷ Democr.171; εὐ. ψυχῆς, opp. κακοδαιμονίη, Id.170, cf. Pl.Def.412d, Arist.EN1095a18, Zeno Stoic.1.46, etc.    b personified as a divinity, SIG985.8 (Philadelphia).

German (Pape)

[Seite 1060] ἡ, der Zustand des Glücklichen, Glückseligkeit; H. h. 10, 5; Pind. P. 3, 84 N. 7, 56; πολλῷ τὸ φρονεῖν εὐδαιμονίας πρῶτον ὑπάρχει Soph. Ant. 1328; Folgde, in Prosa überall; Ggstz ἀθλιότης, Plat. Theaet. 175 c. Vgl. bes. Arist. rhet. 1, 15. Auch im plur., Eur. I. A. 590, wie Plat. Phil. 115 d. – Bes. auch auf die äußeren Güter bezogen, Wohlstand, Wohlhabenheit, ἡ Νάξος εὐδαιμονίῃ τῶν νήσων προέφερε Her. 5, 28; Thuc. 2, 97 u. A.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδαιμονία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐτυχία, ὄλβος, Ὁμ. Ὕμν. 10. 5, Πινδ. Ν. 7. 83, Ἡρόδ. 1. 5, 32, καὶ συχνάκις παρ᾿ Ἀττ.· χρημάτων προσόδῳ καὶ τῇ ἄλλῃ εὐδ. Θουκ. 2. 97· ἐπὶ χωρῶν, Ἡρόδ. 5. 28., 7, 220, κτλ.· μοῖρ᾿ εὐδαιμονίας Πινδ. Π. 3. 150· ὡσαύτως κατὰ πληθ., Εὐρ. Ι. Α. 591, Πλάτ. Φαίδων 115D. 2) παρὰ Πλάτ. καὶ Ἀριστ., τελεία εὐτυχία, ἴδε εὐδαίμων ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 bonheur, prospérité;
2 richesses, abondance de biens.
Étymologie: εὐδαίμων.

English (Slater)

εὐδαιμονία
   1 good fortune τὶν δὲ μοῖρ' εὐδαιμονίας ἕπεται (P. 3.84) φαντί γε μὰν οὕτω κ' ἀνδρὶ παρμονίμαν θάλλοισαν εὐδαιμονίαν τὰ καὶ τὰ φέρεσθαι (P. 7.21) τυχεῖν δ' ἕν ἀδύνατον εὐδαιμονίαν ἅπασαν ἀνελόμενον (N. 7.56)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐδαιμονία, Α και ιων. τ. εὐδαιμονίη) ευδαίμων
1. καλή τύχη, ευτυχία
2. υλική ευημερία, ευμάρεια.

Greek Monotonic

εὐδαιμονία: Ιων. -ίη, ἡ, ευημερία, καλή τύχη, καλοτυχία, αφθονία, πολυτέλεια, ευτυχία, μακαριότητα, απόλυτη ικανοποίηση, σε Ομηρ. Ύμν., σε Ηρόδ., Αττ.