εὐφυΐα
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ἡ,
A natural goodness of growth or shape, shapeliness, δακτύλων Hp. Off.4, cf. Art.82; εὐ. καὶ ὥρα Plu. Sol.1; ἡ τῶν ζῴων εὐ. Porph. Abst.3.24. II good natural parts, and morally, goodness of disposition, freq. in both senses at once, Arist. EN1114b12, Rh.1362b24, etc.; defined as τάχος μαθήσεως, Pl.Def.413d. 2 of places, fertility, favourable situation, etc., εὐ. πρός τι Thphr. CP1.2.3; ἡ τῶν τόπων εὐ. Plb.2.68.5.—εὐφύεια is cited from Alex.317, and is found in Pap., as Anon. in Tht.4.43,al.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 heureuse croissance ; bonne nature, bonne qualité;
2 au mor. bon naturel, heureuses dispositions, talent.
Étymologie: εὐφυής.
Greek Monolingual
η (ΑΜ εὐφυΐα) ευφυής
(για τη διανοητική κατάσταση) οξύνοια, εξυπνάδα, νοημοσύνη
αρχ.
1. καλή φυσική ανάπτυξη, καλή διαμόρφωση («φιλία τὸ πρῶτον ἦν αὐτοῑς πολλὴ μὲν διὰ τὴν εὐφυΐαν καὶ ὥραν», Πλούτ.)
2. (για τη διανοητική και την ηθική κατάσταση μαζί) η εξυπνάδα και η καλή διάθεση («εὐφυΐα τάχος μαθήσεως, γέννησις φύσεως ἀγαθή
ἀρετὴ ἐν φύσει», Πλάτ.)
3. (για τόπο) α) ευφορία, γονιμότητα
β) καταλληλότητα, στρατηγική θέση («ἡ τῶν τόπων εὐφυΐα», Πολ.).
Greek Monotonic
εὐφυΐα: ἡ,
I. καλή φυσική κατάσταση, καλή φυσική ανάπτυξη, σε Πλούτ.
II. φυσικά προτερήματα, εξυπνάδα, μεγαλοφυΐα· και με ηθική σημασία, καλοσύνη, σε Αριστ.