θρίξ

From LSJ
Revision as of 20:19, 24 December 2018 by Spiros (talk | contribs)

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίξ Medium diacritics: θρίξ Low diacritics: θριξ Capitals: ΘΡΙΞ
Transliteration A: thríx Transliteration B: thrix Transliteration C: thriks Beta Code: qri/c

English (LSJ)

ἡ, gen. τρῐχός, dat. pl. θριξί (

   A τρίχεσιν J.AJ16.7.3 is f.l. for τρύχ-): - hair, Hom. only in pl., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐνὶ . . μέλεσσι Il. 24.359; mostly, hair of the head, 22.77, Od.13.431; αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Th.1.6; sheep's wool, Il.3.273, Hes.Op.517; pig's bristles, Il.19.254, Od.10.239; τρίχες ἄκραι οὐραῖαι, of a horse's tail, Il.23.519; ἀνάστασις τῶν τριχῶν, of a lark's crest, Gal.12.361.    II later in sg. collectively, A.Th.535, Ag.562, S.El.451; τριχὸς πλόκαμος, βόστρυχος, A.Th.564 (lyr.), Ch.229; γενείον θρίξ Id.Pers.1056; κόμη θρίξ LXXNu.6.6; Ἐπαφρόδιτον . . τὴν παιδικὴν τρίχα Ὑγίᾳ (sc. ἀνέθηκεν) IG12(5).173 (Paros, i A.D.); of a horse's mane, S.Fr.475; of dogs, X.Cyn.4.8 (sg. and pl.).    2 a single hair, οὐδὲ τρίχ[α] Alc. Supp.14.10: prov., θρὶξ ἀνὰ μέσσον only a hair's breadth wanting, Theoc.14.9, cf. X.Smp.6.2; ἄξιον τριχός, i.e. good for nothing, Ar. Ra.614; οὐδ' ἂν τριχὸς πριαίμην Eup.7.18D.; ἐκ τριχὸς κρέμασθαι to hang by a hair, Aristaenet.2.1, Zen.3.47; ἀπὸ τ. ἠερτῆσθαι AP5.229 (Paul. Sil.); ἐπὶ τριχὸς ἦν ἡ σωτηρία Procop.Aed.6.6; εἰς ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, i.e. to come to life's end, v.l. in AP7.164 (Antip. Sid.), but cf. Epigr.Gr.248.13; μόνον οὐχὶ τῶν τριχῶν, φασί, λαμβάνεται plain as the nose on one's face, obvious, conspicuous, visible, plain for all to see, jump out, saute aux yeux S.E.M.7.257.    III Medic., vein on the right lobe of the liver, Hp.Mul.1.43 (v.l. ἡ σῦριγξ), Gal.19.104.

German (Pape)

[Seite 1219] τριχός, dat. plur. θριξί, ἡ, Haar; von Menschen, κεφαλῆς Od. 13, 399; so vom Haupthaar bei Tragg. u. in Prosa; die Locke, auch im sing., Soph. El. 443, u. wie bei uns collectiv, das Haar, Ant. 1080 u. sonst bei Tragg.; vom Barthaare, γενείου Aesch. Pers. 13; – von Thieren, κάπρου, Borsten, Il. 19, 254; Hes. Sc. 391; ἀρνῶν, Wolle, Il. 3, 273; οὐραῖαι 23, 520, vom Pferdeschweif; vgl. Soph. frg. 422; ταῖς θριξὶ ταῖς τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ταῖς τοῦ ἀνθρώπου Plat. Prot. 334 b. – Sprichwörtlich ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, an einem Haare hangen, Zenob. 3, 47, wie ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Paul. Sil. 23 (V, 230); ἐς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα ἐλθεῖν, = ζωῆς τέρμαθ' ἱκέσθαι, Antp. Sid. 85. 86 (VII, 164. 165); θρὶξ ἀνὰ μέσον, um ein Haarbreit, Theocr. 14, 9; ἄξιόν τι τριχός, von unbedeutenden Sachen, Ar. Ran. 613, vgl. Xen. Conv. 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

θρίξ: ἡ, γεν. τρῐχός, δοτ. πληθ. θριξί: - «τρίχα», ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ πληθ., ὀρθαὶ τρίχες ἔσταν ἐν... μελέεσιν Ἰλ. Ω. 359· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον αἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς, Ἰλ. Χ. 77· πλῆρες: τρίχες κεφαλῆς ὀδ. Ν. 399, 431· αἱ ἐν τῇ κεφαλῇ τρίχες Θουκ. 1. 6· - ὡσαύτως, ἔριον προβάτου, Ἰλ. Γ. 273, Ἠσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 515· χοίρου τρίχες, Ἰλ. Τ. 254, Ὀδ. Κ. 239· οὐραῖαι τρίχες, αἱ τρίχες τῆς οὐρᾶς ἵππου, Ἰλ. Ψ. 519· ἀντίθετον τῷ πρῶται τρίχες Θ. 83· πρβλ. εὖθριξ, καλλίθριξ· - μεταγεν., λόφος ἐκ τριχῶν, ὁ λόφος τοῦ κορυδαλλοῦ, Γαλην. παρὰ Λοβεκ. Φρυν. 339. ΙΙ. ὁ ἑνικ. ἐν χρήσει περιληπτικῶς παρ’ Ἀττ., ἀντέλλουσα θρίξ Αἰσχύλ. Θήβ. 535, Ἀγ. 562, Σοφ. Ἡλ. 451· τριχὸς πλόκαμος ἢ βόστρυχος Αἰσχύλ. Θήβ. 564, Χο. 230· θρίξ γενείου ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1056· ἐν Ἐπιγραφ., Ἐπαφρόδιτος… τὴν παιδικήν τρίχα Ὑγίᾳ Συλλ. Ἐπιγρ. 2391, πρβλ. -92, -93· - ἐπὶ τῆς χαίτης ἵππου, Σοφ. Ἀποσπ. 422· ἢ τῆς οὐρᾶς, Εὐρ. ἐν Ρήσ. 784· κυνῶν, Ξεν., κτλ. 2) μία μόνη θρίξ, παροιμ., θρίξ ἀνὰ μέσσον, μιᾶς τριχὸς διάστημα, Θεόκρ. 14. 9, πρβλ. Ξεν Συμπ. 6.2· ἄξιον τριχός, ἔχον ἀξίαν τριχὸς, δηλ. μηδεμίαν ἔχον ἀξίαν, Ἀριστοφ. Βατρ. 613· ἐκ τριχὸς κρέμασθαι, ἐπὶ τῶν σφόδρα διακινδυνευόντων, ὡς τὸ ἐπὶ ξυροῦ ἵστασθαι, Παροιμιογρ.· ἀπὸ τριχὸς ἠέρτημαι Ἀνθ. Π. 5. 230· ἔλθοι εἰς ὀλβίστην ἱερὴν τρίχα, νὰ φθάσῃ εἰς λιπαρὸν καὶ εὐδαιμονέστατον γῆρας, αὐτόθι 7. 164, 165.

French (Bailly abrégé)

τριχός (ἡ) :
dat. pl. θριξί;
poil, particul.
I. au plur. τρίχες;
1 cheveux;
2 poils du corps;
3 crins (de la queue d’un cheval), crins du sommet de la tête d’un cheval;
4 toison de brebis ; particul. poils sur la tête de l’agneau;
5 soies d’un porc;
II. au sg.
1 d’ord au sens collectif cheveux, chevelure : τριχὸς πλόκαμος ESCHL, τριχὸς βόστρυχος ESCHL tresse ou boucle de cheveux;
2 barbe.
Étymologie: DELG pas d’étym. -- Babiniotis cf. lit. drikà « fils ».

English (Autenrieth)

τριχός, dat. pl. θριξί: hair, hairs, of animals as well as men; hence of wool, Il. 3.273; and bristles, Il. 19.254.

Spanish

pelos

English (Strong)

genitive case trichos, etc.; of uncertain derivation; hair: hair. Compare κόμη.

Greek Monolingual

θρίξ, γεν. τριχός, ἡ (ΑΜ)
η τρίχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τρίχα.