κατακρημνίζω
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Carm.Pop.46.33: (κρημνός):—throw down a precipice, ἑαυτούς Phld.Ir.p.56 W., cf. Plu.Mar.45, 2.825b, Ev.Luc. 4.29: with a word added, ἀπὸ τοῦ ἄκρου τοῦ κρημνοῦ LXX 2 Ch.25.12:—Pass., D.19.327, Plu.Sull.1, etc.: pf. part., having fallen over a precipice, X.Cyr.8.3.41. 2 generally, throw headlong down, ἐκ τριηρέων X.HG2.1.31; ἀπὸ τῶν ἵππων Plb.3.116.12; ἀπὸ τοῦ πύργου D.S.4.31:—Pass., X.Cyr.1.4.7.
German (Pape)
[Seite 1356] von einer steilen Anhöhe herunterstürzen, τὴν Σφίγγα Ath. VI, 253 f; übh. herabstürzen, ἐκ τῶν τριήρων Xen. Hell. 2, 1, 31, ἀπὸ τῶν ἵππων Pol. 3, 116, 12. – Pass., τῶν βοῶν κατακεκρημνισμένα Xen. Cyr. 8, 3, 41; ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησθῇ, κατακρημνίζεται Dem. 19, 327, vom Felsen in Delphi.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρημνίζω: μέλλ. -ιῶ, ῥίπτω κατὰ κρημνοῦ, ἀπολ.,
Πλουτ. Μάρ. 45., 2. 825Β, κ. ἀλλ.· μετὰ προσδιορισμοῦ, ἀπὸ… τοῦ κρημνοῦ Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΚΕ΄, 12), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 29.― Παθ., Δημ. 446. 12, Πλούτ., κλ. 2) καθόλου, ῥίπτω «κατακέφαλα», ἐκ τριηρέων Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 31· ἀπὸ τῶν ἵππων Πολύβ. 3. 116. 12· ἀπὸ τοῦ πύργου Διόδ. 4. 31.― Παθ., ῥίπτομαι πρὸς τὰ κάτω, κατὰ κρημνῶν, ἐὰν δέ τις περὶ τῶν ἱερῶν χρημάτων μνησθῇ, κατακρημνίζεται Δημ. 446, 11, Κύρ. 1. 4, 7., 8. 3, 41.
French (Bailly abrégé)
précipiter de haut en bas.
Étymologie: κατά, κρημνίζω.
English (Strong)
from κατά and a derivative of κρημνός; to precipitate down: cast down headlong.
English (Thayer)
1st aorist infinitive κατακρημνίσαι; to cast down a precipice; to throw down headlong: Xenophon, Cyril 1,4, 7; 8,3, 41; Demosthenes 446,11; Diodorus 4,31; (Philo de agric. Noë § 15); Josephus, Antiquities 6,6, 2; 9,9, 1.)
Greek Monolingual
και καταγκρεμνίζω και καταγκρεμίζω (AM κατακρημνίζω)
γκρεμίζω κάποιον ή κάτι από ψηλά ή πετώ κάποιον ή κάτι σε γκρεμό («κατεκρήμνιζον αὐτοὺς ἀπὸ τοῡ ἄκρου τοῡ κρημνοῡ», ΠΔ)
νεοελλ.
χημ. αποχωρίζω μια ουσία διαλύματος ώστε να κατακαθίσει ως ίζημα
νεοελλ.-μσν.
κατεδαφίζω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρημνίζω «γκρεμίζω» (< κρημνός «γκρεμός»)].
Greek Monotonic
κατακρημνίζω: μέλ. -σω,
1. ρίχνω στον γκρεμό, σε Δημ., Πλούτ.
2. γενικά, ρίχνω κατακέφαλα, ἐκ τριηρέων, σε Ξεν. — Παθ., γκρεμίζομαι, στον ίδ.