κεδρέλαιο

From LSJ
Revision as of 13:20, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source

Greek Monolingual

το (Α κεδρέλαιον)
νεοελλ.
ονομασία αιθέριου ελαίου που λαμβάνεται με απόσταξη από το πριονίδι, το ροκανίδι ή το λειοτριβημένο ξύλο ορισμένων ειδών γιουνίπερου
αρχ.
λάδι που εξαγόταν, κατά τον Αέτιο, από τη ρητίνη του κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + ἔλαιον (πρβλ. δαφν-έλαιον, καπν-έλαιον)].