κεράμβηλον

From LSJ
Revision as of 16:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεράμβηλον Medium diacritics: κεράμβηλον Low diacritics: κεράμβηλον Capitals: ΚΕΡΑΜΒΗΛΟΝ
Transliteration A: kerámbēlon Transliteration B: kerambēlon Transliteration C: keramvilon Beta Code: kera/mbhlon

English (LSJ)

τό,

   A scarecrow in a garden, Hsch.; also, a kind of beetle fixed on fig-trees to drive away gnats, Id.; cf.sq.

German (Pape)

[Seite 1419] τό, nach Hesych. ein die Mücken verjagendes Insekt. – Vogelscheuche in den Gärten, Sp. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κεράμβηλον: τό, φόβητρον τῶν πτηνῶν ἐν κήπῳ, Ἡσύχ.· ὡσαύτως εἶδος κανθάρου προσδενομένου εἰς τὰς συκᾶς ὅπως ἀποδιώκῃ τὰς ἐμπίδας, ὁ αὐτ., πρβλ. κεράμβυξ.

Greek Monolingual

κεράμβηλον, τὸ (ΑΜ)
1. φόβητρο τών πουλιών σε κήπους, σκιάχτρο
2. είδος σκαθαριού που το έδεναν στις συκιές για να διώχνει με τον βόμβο του τις σκνίπες («καὶ θηρίδιόν τι, ὅ περὶ τὰς συκᾱς δεσμευόμενον ἀποδιώκει τῇ φωνῇ τοὺς κνῑπας
ἔνιοι τοὺς κανθάρους ὡς κέρατα ἔχοντας», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας με διπλό εκφραστικό επίθημα -αμβ-ηλο-ν. Βλ. καιράμβυξ].