Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον,

   A = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερ-ίδιος, ωμ-ίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.