ληίς

From LSJ
Revision as of 03:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Φύσιν πονηρὰν μεταβαλεῖν οὐ ῥᾴδιον → Haud facile commutatur ingenium malum → Verdorbene Natur zu ändern ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 531

Greek (Liddell-Scott)

ληίς: Δωρ. λᾱίς, ίδος, ἡ, (ληίζομαι) Ἐπικ. τύπος τοῦ λεία, λάφυρον, τὸ δι’ ἁρπαγῆς λαμβανόμενον, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηνῶν, ληίδα δ’ ἐκ πεδίου συνελάσσαμεν..., πεντήκοντα βοῶν ἀγέλας, τόσα πώεα οἰῶν, τόσσα συῶν συβόσια, τόσ’ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν, ἵππους δέ... Ἰλ. Λ. 677, πρβλ. Ξεν. Λακ. 13, 11· ἀκολούθως ἐπὶ παντὸς εἴδους λείας, Ἰλ. Ι. 138., Σ. 327, Ὀδ. Κ. 41 κατὰ ληίδα πλαζόμενοι Γ. 107· - παρ’ Αἰσχύλ Θήβ. 331, = αἰχμαλωσία, ἀντὶ αἰχμάλωτοι, ἴδε Πινδ. ἐν τόπῳ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695· πρβλ. ληιάς. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς λῃστεύσεως ἢ λαφυραγωγήσεως, = κτήνη ἴδια, ἀγέλη, περιουσία εἰς κτήνη, ληίδ’ ἀέξειν βουκολίας τ’ ἀγέλας τε καὶ αἰπόλια πλατέ’ αἰγῶν Ἡσ. Θ. 444, πρβλ. Θεόκρ. 25. 97, Ἰακ. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 330.

English (Autenrieth)

ίδος: booty, prey.

Greek Monolingual

ληΐς, -ίδος, δωρ. τ. λαΐς, ἡ (Α)
(επικ. του λεία)
1. αυτό που λαμβάνεται με αρπαγή, η λεία, το λάφυρο
2. (χωρίς την έννοια λαφυραγώγησης) αγέλες, ποίμνια («ληΐδος ἐρχομένης, στείνοντο... πίονες ἀγροὶ μυκηθμῷ», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱF-ιδ- (βλ. λεία και απο-λαύω)].

Middle Liddell

!ληίς, δοριξ λᾱίς, ίδος [epic for λεία,]
booty, spoil, Hom., etc.; mostly of cattle, Il.; and without notion of plunder, cattle, stock, Hes., Theocr.