μυσταγωγία

From LSJ
Revision as of 20:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐρημία μεγάλη 'στὶν ἡ Μεγάλη Πόλις → the Great City is a great wasteland

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστᾰγωγία Medium diacritics: μυσταγωγία Low diacritics: μυσταγωγία Capitals: ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: mystagōgía Transliteration B: mystagōgia Transliteration C: mystagogia Beta Code: mustagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A initiation into the mysteries, Plu.Alc.34, Vett. Val.359.22, Jul.Or.5.172d.    II mystical doctrine, Iamb.Myst.1.1; ἡ Χαλδαίων μ. Dam.Pr.131, cf. Procl. in Prm.p.779 S. (μυσταγορίας codd.).    III divine worship, Just.Nov.58.

German (Pape)

[Seite 223] ἡ, die Einführung in die Mysterien, Plut. Alc. 34.

Greek (Liddell-Scott)

μυστᾰγωγία: ἡ, μύησις εἰς τὰ μυστήρια, Πλουτ. Ἀλκιβ. 34. ΙΙ. μύησις εἰς τὰ ἄχραντα μυστήρια, Εὐσέβ. ΙΙ. 65Α, Κύριλλ. Ἱερ. 1076Α· μυσταγωγία τοῦ βαπτίσματος Δίδυμ. Ἀλ. 304Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
initiation aux mystères.
Étymologie: μυσταγωγός.

Greek Monolingual

η (ΑΜ μυσταγωγία) μυσταγωγός
1. εισαγωγή, κατήχηση στα σχετικά με τα θρησκευτικά, μύηση
2. η θυσία του αίματος και του σώματος του Χριστού από τον ιερέα κατά τη θεία λειτουργία («ἡμεῑς τοῡ ἁγιωτάτου πατριάρχου μνημονεύομεν ἐν τῇ μυσταγωγίᾳ», Στουδ. Θεόδ.)
νεοελλ.
μτφ. ακρόαμα ή θέαμα που προκαλεί έκσταση και πνευματική ανάταση («η παράσταση ήταν μυσταγωγία»)
αρχ.
1. η μύηση στα αρχαία ή τα χριστιανικά άχραντα μυστήρια
2. η μυστική διδασκαλία
3. η θεία λατρεία.

Greek Monotonic

μυστᾰγωγία: ἡ, εισαγωγή στα μυστήρια, σε Πλούτ.