παλίσσυτος

From LSJ
Revision as of 00:46, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίσσῠτος Medium diacritics: παλίσσυτος Low diacritics: παλίσσυτος Capitals: ΠΑΛΙΣΣΥΤΟΣ
Transliteration A: palíssytos Transliteration B: palissytos Transliteration C: palissytos Beta Code: pali/ssutos

English (LSJ)

ον, (σεύω, ἔσσυμαι)

   A rushing back, π. δράμημα hurried flight, S.OT193(lyr.); π. στεῖχε E.Supp.388; ὁρμῆσαι Plb. 15.12.2, cf. παλίσσυρτος; χολή Aret.SD1.15; π. φύσις recovering, Id.CA2.3.

German (Pape)

[Seite 452] zurückeilend; παλίσσυτον δράμημα νωτίσαι πάτρας ἄπουρον, Soph. O. R. 193; στεῖχε, Eur. Suppl. 404; sp. D., wie Nic. Ther. 571; Ap. Rh. 1, 1206; u. in Prosa, παλίσσυτα ὥρμησε τὰ θηρία, Pol. 15, 12, 2; Philo u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίσσυτος: -ον, (σεύω, ἔσσυμαι) ὁ κατεσπευσμένως ὁρμῶν εἰς τὰ ὀπίσω, δρόμημα π., κατεσπευσμένη φυγή, Σοφ. Ο. Τ. 193· παλ. στείχειν Εὐρ. Ἱκέτ. 388· ὁρμᾶν Πολύβ. 15. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui se précipite en arrière.
Étymologie: πάλιν, σεύω.

Greek Monolingual

παλίσσυτος, -ον (Α)
αυτός που ορμά προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -συτος (< συτός < σεύομαι «ορμώ, καταδιώκω»), πρβλ. αυτό-σσυτος].

Greek Monotonic

πᾰλίσσῠτος: -ον (σεύω), αυτός που ορμά εσπευσμένα προς τα πίσω, δρόμημα παλίσσυτον, εσπευσμένη οπισθοχώρηση, σε Σοφ.· παλίσσυτος στείχειν, σε Ευρ.