ὀχλαγωγία

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλᾰγωγία Medium diacritics: ὀχλαγωγία Low diacritics: οχλαγωγία Capitals: ΟΧΛΑΓΩΓΙΑ
Transliteration A: ochlagōgía Transliteration B: ochlagōgia Transliteration C: ochlagogia Beta Code: o)xlagwgi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fooling of the mob, Plu.Pyrrh.29; conventus, convicium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 430] ἡ, das Zusammenführen, Zusammenrotten des großen Haufens, Plut. Pyrrh. 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συναγωγὴ λαοῦ ἢ ὄχλου, ἀταξία τοῦ λαοῦ, Πλουτ. Πύρρ. 29.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action d’attirer le peuple, charlatanisme.
Étymologie: ὀχλαγωγός.

Greek Monolingual

η (Α ὀχλαγωγία) οχλαγωγός
θορυβώδης συνάθροιση πλήθους
νεοελλ.
1. συγκέντρωση όχλου που γίνεται με θόρυβο και τείνει στη δημιουργία ταραχών
2. (κατ' επέκτ.) θόρυβος που προέρχεται από δυνατές συγκεχυμένες φωνές, οχλοβοή, βαβυλωνία, χάβρα
αρχ.
θορυβώδης συζήτηση, συνέλευση.

Greek Monotonic

ὀχλᾰγωγία: ἡ, συνάθροιση όχλου, σε Πλούτ.