προτέρω

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προτέρω Medium diacritics: προτέρω Low diacritics: προτέρω Capitals: ΠΡΟΤΕΡΩ
Transliteration A: protérō Transliteration B: proterō Transliteration C: protero Beta Code: prote/rw

English (LSJ)

Adv.

   A further, forwards, ἴθυσαν δὲ πολὺ π. Il.4.507; τὼ δὲ βάτην π. 9.192; ἀλλ' ἕπεο π. 18.387; μερμήριξε δ' . . ἢ π . . . διώκοι 5.672; μαίεσθαι π. Od.14.356; ἔτι π. Il.23.526, Od.5.417; καί νύ κε δὴ π. ἔτ' ἔρις γένετ' the quarrel would have gone further, Il.23.490; ἦ πῄ με π. ἄξεις; wilt thou carry me further away? 3.400; ἔτ' οὐ π. no further, no more, A.R.1.919: c. gen. loci, D.P.923.    II of Time, sooner, Call.Dian.72.

German (Pape)

[Seite 792] adv. von πρότερος, od. unmittelbar von πρό, wie ἀπωτέρω von ἀπό gebildet, weiter vor, vorwärts, weiterhin; ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω, Il. 4, 507; διώκειν, 5, 672; ἄγειν, u. sonst bei Ver- bis der Bewegung; auch πῆ με προτέρω πολίων ἄξεις, 3, 400; ἔρις προτέρω γένετο, der Streit ging weiter, wurde heftiger, 23, 490; u. sp. D., ἔτι προτέρω τετιημένοι ἰσχανόωντο Ap. Rh. 2, 864, τῶν μὲν ἔτ' οὐ προτέρω μυθήσομαι 1, 919. – Auch von der Zeit, früher, vormals, Callim. Dian. 72.

Greek (Liddell-Scott)

προτέρω: Ἐπίρρ. (ἐκ τῆς προθ. πρό, ὡς τὸ ἀπωτέρω ἐκ τῆς ἀπό), προσωτέρω, παραπέρα, παρεμπρός, περαιτέρω, ἴθυσαν δὲ πολὺ προτέρω Ἰλ. Δ. 507· τὼ δὲ βάτην πρ. Ι. 192· ἀλλ’ ἕπεο πρ. Σ. 387· μερμήριξε δ’... ἢ προτέρω διώκοι Ε. 672· μαίεσθαι πρ. Ὀδ. Ξ. 356· ἔτι πρ. Ἰλ. Ψ. 528, Ὀδ. Ε. 417· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ’ ἔρις γένετ’, ἡ ἔρις θὰ ἔβαινε περαιτέρω, Ἰλ. Ψ. 490· ἦ με προτέρω ἄξεις; Γ.400· οὐ πρ., οὐχὶ περαιτέρω, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 919· - μετὰ γεν. τόπου, Διον. Π. 923. - Καθ’ Ἡσύχ.: «προτέρω· εἰς τοὔμπροσθεν», (πρβλ. Ὀδ. Ι. 64). ΙΙ ἐπὶ χρόνου, σὺ δὲ προτέρω περ, ἔτι τριέτηρος ἐοῦσα Καλλ. εἰς Ἄρτ. 72. 2) = πρότερον, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec idée de lieu plus en avant.
Étymologie: πρότερος.

English (Autenrieth)

forward, further.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. βλ. πρότερος.

Greek Monotonic

προτέρω: επίρρ. (από πρόθ. πρό, όπως το ἀπωτέρω από πρόθ. ἀπό), παραπέρα, περαιτέρω, σε Όμηρ.· καὶ νύ κε δὴ προτέρω ἔτ' ἔρις γένετ', η έριδα θα προχωρούσε περαιτέρω, σε Ομήρ. Ιλ.