σίλφη

From LSJ
Revision as of 01:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίλφη Medium diacritics: σίλφη Low diacritics: σίλφη Capitals: ΣΙΛΦΗ
Transliteration A: sílphē Transliteration B: silphē Transliteration C: silfi Beta Code: si/lfh

English (LSJ)

ἡ,

   A cockroach, Blatta germanica, Arist.HA601a3, Gal.12.366,641, Ael.NA1.37, Luc.Gall.31; also, book-worm, Id.Ind.17 (in form τίλφη), AP9.251 (Even.).    II a kind of boat, Sch.Ar.Pax 143, Suid. (acc. to Phryn.268, τίφη (q.v.) is the correct form).

German (Pape)

[Seite 881] ἡ, 1) ein fettig aussehendes, stinkendes Insekt, Schabe, blatta; Arist. H. A. 8, 17; Luc. Gall. 31, vgl. Schol. – 2) die Büchermotte, Euen. 16 (IX, 251).

Greek (Liddell-Scott)

σίλφη: ἡ, ἔντομόν τι, «βρωμοῦσα», blatta, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 17, 8, Αἰλ. π. Ζ. 1. 37, Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 31· ὡσαύτως tinea, βιβλιοφάγος σκώληξ, «σκῶρος», Λουκ. πρὸς Ἀπαίδευτ. 17 (ἔνθα ἀπαντᾷ ὁ τύπος τίλφη, πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 300), Ἀνθ. Π. 9. 251. ΙΙ εἶδος λέμβου, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 143, Σουΐδ. Πρβλ. τίφη.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
blatte, insecte.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monolingual

η / ΝΑ και τίλφη Α
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαύρων κολεόπτερων εντόμων, με ωοειδές σώμα, της οικογένειας σιλφίδες (α. «οἷον σίλφη καὶ ἐμπὶς καὶ τὰ κολεόπτερα», Αριστοτ.
β. «σίλφην ἢ ἐμπίδα ἢ κυνόμυιαν γενέσθαι», Λουκιαν.)
αρχ.
1. το σκουλήκι, ο σκόρος τών βιβλίων
2. είδος βάρκας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Για την εναλλαγή σ και τ στους τ. σίλφη / τίλφη, που κατά μία άποψη οφείλεται σε αττικισμό, πρβλ. σαργάνι: ταργάνι, σεῦτλον: τεῦτλον.

Greek Monotonic

σίλφη: ἡ, είδος εντόμου, σκαθαριού, «βρομούσα», Λατ. blatta, σε Λουκ.· επίσης, tinea, είδος σκώρου που κατέτρωγε τα βιβλία, στον ίδ., σε Ανθ.