συκοφαντώ

From LSJ
Revision as of 12:36, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (39)

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source

Greek Monolingual

συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.

Greek Monolingual

συκοφαντῶ, -έω, ΝΜΑ συκοφάντης
είμαι συκοφάντης, διατυπώνω ψευδείς κατηγορίες εναντίον κάποιου, διαβάλλω την τιμή και την υπόληψη του (α. «συκοφαντεί ασύστολα» β. «μηδένα διασείσητε μηδὲ συκοφαντήσητε», ΚΔ)
αρχ.
1. αποσπώ χρήματα εκβιαστικά, με απειλές και με ψευδείς καταγγελίες («τριάκοντα μνᾱς ἐσυκοφάντησεν», Λυσ.)
2. επικρίνω κάποιον με στρεψοδικίες
3. (γενικά) ψέγω, κατηγορώ
4. (με ειδική σημ.) καταγγέλλω ψευδώς κάποιον ως λαθρέμπορο
5. δίνω ψευδή γνώμη ή συμβουλή
6. διαστρέφω την αλήθεια, στρεψοδικώ
7. διεγείρω κάποιον ερωτικά
8. κάνω τον ταχυδρόμο.