τσιτακισμός
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
ο, Ν
γλωσσ. το φαινόμενο της τροπής του συμφώνου κ σε τσ- και του συμπλέγματος γκ σε τζ, μπροστά από τα φωνήεντα /e/ και /i/ καθώς και το ημίφωνο /j/, όπως λ.χ. και > τσαι, κίτρινο > τσίτριτο, άγγελος > άντζελος, αγκίστρι > αντζίστρι κ.ά., καθώς και του τ σε τσ όχι μόνον πριν από τα παραπάνω φωνήεντα αλλά και πριν από άλλα, όπως λ.χ. αλάτι > αλάτσι, κτηματάκι > χτηματσάκι, κρεατόμυγα > κρετσόμυγα κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσ κατά το ητακισμός].