υποκείμενο
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
Greek Monolingual
το / ὑποκείμενον, ΝΜΑ
1. αυτό με το οποίο ασχολείται, καταγίνεται κάποιος, αλλ. προκείμενο ή αντικείμενο (α. «το υποκείμενο της έρευνας» β. «(τέχνη) ἑκάστη περὶ τὸ αὐτῇ ὑποκείμενόν ἐστιν διδασκαλικὴ καὶ πειστική», Αριστοτ.)
2. (λογ.) η έννοια της κατηγορικής κρίσης για την οποία αποφαίνεται κανείς, στην οποία αποδίδεται το κατηγορούμενο
νεοελλ.
1. γλωσσ. ο κύριος όρος της πρότασης, που δηλώνει το πρόσωπο, το πράγμα και, γενικά, το ον για το οποίο γίνεται λόγος, δηλαδή ποιος τελεί την ενέργεια που εκφράζει το ρήμα, ποιος υφίσταται την ενέργεια όταν το ρήμα είναι παθητικής διάθεσης, ποιος βρίσκεται σε μια κατάσταση όταν το ρήμα είναι ουδέτερο ή, τέλος, σε ποιον αποδίδεται μια ιδιότητα ή ένα χαρακτηριστικό που εκφράζεται από το κατηγορούμενο
2. (φιλοσ.) α) ατομικό και πραγματικό ον που τίθεται στη βάση κάθε σκέψης, ανάλογο προς τη συνείδηση, και απέναντι στο οποίο ο εξωτερικός κόσμος αποτελεί αντικείμενο
β) (κατά τον Χέγκελ) αυτό που σηματοδοτεί την απόσπαση της ύλης και την προσχώρησή της στη μορφή της ελευθερίας, που υπερβαίνει την αφηρημένη αμεσότητα και γίνεται έτσι η αυθεντική ουσία, το ον ή η αμεσότητα που δεν έχει την έξω από αυτήν μεσολάβηση αλλά που είναι αυτή η ίδια αμεσότητα
γ) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) ο άνθρωπος ως ενεργό και συνειδητό ον που δημιουργεί τον πολιτισμό, που γνωρίζει και μεταβάλλει το αντικείμενο, την αντικειμενική πραγματικότητα, κατά την διεργασία της ιστορικοκοινωνικής πρακτικής, αυτοδημιουργούμενος και αυτομεταβαλλόμενος ο ίδιος στη διάρκεια της διεργασίας αυτής
3. (ψυχολ.) α) το Εγώ ως φορέας τών ψυχικών φαινομένων
β) το πρόσωπο που υπόκειται σε παρατήρηση, δοκιμασία ή πείραμα
4. (νομ.) το πρόσωπο ως φορέας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
5. ειρων. πρόσωπο, άτομο («σπουδαίο υποκείμενο!»)
6. (γεωπ.) το φυτό στο οποίο πρόκειται να γίνει εμβολιασμός, αλλ. υπόθεμα ή τροφός
μσν.-αρχ.
(φιλοσ.) το ανεξάρτητο από τη γνώση ον, η αντικειμενική πραγματικότητα
αρχ.
(φιλοσ.) η ουσία της ύλης ως βάση και αιτία όλων τών φαινομένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. της μτχ. του ρ. ὑπόκειμαι.